“Μάσκα, αποστάσεις, παρακαλώ να μπαίνετε ένας-ένας, απαγορεύονται οι συναθροίσεις, δεν μπορείς να δουλέψεις, δεν μπορείς να διασκεδάσεις, ιχνηλάτηση, ευπαθείς ομάδες, lockdown, ατομική ευθύνη, αριθμός θανάτων”.
Όλες αυτές οι λέξεις, όλες αυτές οι έννοιες και οι καταστάσεις, που αποτελούν το τελευταίο διάστημα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επικοινωνίας, προκαλούν πολλά συναισθήματα, αλλά κυρίως συγκλίνουν σε ένα. Στο πιο κυρίαρχο απ’ όλα.
Στο συναίσθημα του φόβου. Φόβος, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με το ατομικό ένστικτο για επιβίωση. Από εκεί πηγάζει και αυτό αντανακλά.
Ο Κροπότκιν, με το ρόλο του φυσιοδίφη, εξερευνώντας για χρόνια τις στέπες της Σιβηρίας, παρατήρησε και ανέδειξε το ρόλο της αλληλοβοήθειας στις κοινωνίες των ζώων, όταν υπό την απειλή ενός κοινού εξωτερικού εχθρού το ατομικό συμφέρον και η ατομική ανάγκη για επιβίωση υποχωρεί ενστικτωδώς και μετασχηματίζεται σε συλλογικό αγώνα της κοινωνίας των ζώων για προστασία από την υφιστάμενη απειλή και την ανάγκη επίτευξης του κοινού καλού, με τελικό στόχο την κυριαρχία του συνόλου.
Και όλα αυτά μέσω της συνεργασίας και του επιμερισμού αρμοδιοτήτων.
Αντίστοιχα και στις κοινωνίες των ανθρώπων σε στιγμές πρόκλησης κοινού αμοιβαίου αισθήματος παρατηρείται αυξημένη συσπείρωση και δημιουργείται η αίσθηση ότι το ατομικό συμφέρον είναι συνυφασμένο με το συμφέρον της ομάδας, τα μέλη της οποίας έχουν καταρχήν κοινά χαρακτηριστικά, ενιαία συνείδηση, κοινά συμφέροντα ή κοινό εχθρό.
Εν προκειμένω, το ρόλο του εχθρού, της εξωτερικής απειλής προφανώς τον έχει ο ιός.
Είναι ένα σώμα ξένο ιστορικά και γεωγραφικά, διαταράσσει τις συνήθειες και τη συνοχή της ομάδας/κοινωνίας και πλήττει τα συμφέροντά της, προκαλώντας δυσλειτουργία στις δράσεις των μελών της ομάδας.
Το θεμελιώδες ερώτημα εδώ είναι, εάν ο κρατικός μηχανισμός με τα όργανα διακυβέρνησης και τους δημόσιους φορείς του, μας δημιουργεί αντίστοιχα την αίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα ισχυρό σύνολο, ένα ενιαίο κοινωνικό μέτωπο που συστρατεύεται με κοινές προσλαμβάνουσες, με αμοιβαία συνείδηση και με ατομική θυσία όπου απαιτείται, για να πάρει θέσεις άμυνας και διεκδίκησης της επιβίωσης της ομάδας ενόψει της αναμέτρησης με τον εχθρό.
Δηλαδή, εάν μετασχηματίζεται το σύνολο των ατομικών συμφερόντων των μελών της ομάδας σε μία και ενιαία κοινωνική συνισταμένη, η οποία μεταφράζεται σε σταθερή και αδιάλλακτη συλλογική δράση προς την ίδια κατεύθυνση.
Θεωρώ πως μόνο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να διαπιστωθεί σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής στις μέρες της πανδημίας.
Κι αυτό, διότι όχι μόνο η αίσθηση για μια ισχυρή ομάδα, η οποία εκφράζει το σύνολο των τάξεων και των μελών της και υπό την ομπρέλα της οποίας αναζητούν όλοι την προστασία από τον εχθρό δεν υπάρχει, αλλά έχουν δημιουργηθεί στο εσωτερικό της και επιμέρους μικρότερες ομάδες, οι οποίες, μάλιστα, σκέφτονται, επικοινωνούν και δρουν σε αντιδιαστολή και σε αντίδραση των κυβερνητικών επιταγών.
Η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και η διάρρηξη του συλλογικού αισθήματος είναι πιο έντονη από ποτέ και την αιτία την εντοπίζω στην κρίση του πολιτεύματος.
Η δυτική δημοκρατία όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια πάσχει, καθώς οι αιρετοί αντιπρόσωποι της πολύ απλά δεν είναι στην πλειονότητά τους πρόσωπα ικανά να εναποθέσουν σήμερα τις ελπίδες τους τα μέλη της κοινωνίας και οι φορείς αυτής της δημοκρατίας δεν εμπνέουν πια καμία εμπιστοσύνη.
Έχουν κοπεί αναφανδόν τα δεσμά εμπιστοσύνης πολίτη-πολιτικού.
Φυσικά, η ευθύνη βαραίνει τον ψηφοφόρο. Δεν θα μπορούσε κάποιος πολιτικός να περάσει από κάποιου τύπου σχολείο εκπαίδευσης διαχείρισης τέτοιου είδους και έκτασης κρίσεων.
Ούτε ζητήθηκε από τη διοίκηση του τόπου να λύσει το πρόβλημα εν ριπή οφθαλμού, αλλά σαν κοινωνία, δεν πιστεύουμε κιόλας στις αγνές προθέσεις της, στο ότι οι δράσεις της έχουν κατεύθυνση προς την ευημερία του συνόλου και την εξυπηρέτηση των κοινών μας συμφερόντων. Δηλαδή, δεν την εμπιστευόμαστε να κάνει αυτό για το οποίο υποτίθεται την ψηφίσαμε και της αναθέσαμε την νομοθετική και εκτελεστική εντολή. Βεβαίως, το πρόβλημα έγκειται, ακριβώς, στο ότι αντί το κριτήριο ψήφου/εκλογής να είναι η εξυπηρέτηση του κοινού καλού όπως το περιγράψαμε παραπάνω, κατέληξε να είναι το επίπεδο αναγνωρισιμότητας του πολιτευτή και η δυνατότητα ατομικής αντιπαροχής (ρουσφέτι).
Έχει αντικατασταθεί, δηλαδή, η σχέση αντιπροσώπευσης και κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης από μια θεσμοθετημένη πλέον σχέση quid pro quo και έχουμε εισέλθει και με την καθοριστική συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε μια εποχή σοσιαλμιντιακής δημοκρατίας, σε ένα πολίτευμα που έχει καταντήσει διαγωνισμός δημοφιλίας και δεν έχει να κάνει σε καμία των περιπτώσεων με εφαρμογή πολιτικών προγραμμάτων και υλοποίηση δράσεων.
Σε συνδυασμό, βέβαια και με τον παράγοντα του κομματικού (όχι πολιτικού όπως λανθασμένα αναφέρεται) κόστους, υπό την απειλή του οποίου περιορίζεται η άσκηση της κατά το δοκούν ευέλικτης πολιτικής δράσης, από τις εκάστοτε κομματικές προϋποθέσεις και τις άκαμπτες ιδεολογικές γραμμές.
Μάλιστα, ακόμα μεγαλύτερη αναξιοπιστία στον κρατικό μηχανισμό και τις επιταγές του, προσδίδει το γεγονός πως σε αυτήν τη συστημική δημοκρατία, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε, δίνεται η δυνατότητα σε καιροσκοπικές κυβερνήσεις και επαγγελματίες καριερίστες πολιτικούς να ελέγξουν μεγάλες μάζες πληθυσμού, καθώς κάθε νόμος ή δικαίωμα που βοηθάει τον πολίτη, κάνει τη δουλειά τους πιο δύσκολη. Και πάντα υπάρχει η τάση να μετακινείται λίγο-λίγο ο πήχης των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, καθιστώντας τους περιορισμούς όλο και πιο αποδεκτούς (ο κόσμος άλλαξε δια παντός μετά την 11η Σεπτεμβρίου και το Patriot Act, ενώ έχουμε πρόσφατα παραδείγματα ζητημάτων προστασίας προσωπικών δεδομένων κατά τη διαδικασία ιχνηλάτησης, θέσπιση με ΠΝΠ αντεργατικών νομοθετημάτων κ.α.), μειώνοντας τα αντανακλαστικά και αυξάνοντας την ανοχή των πληθυσμών σε κατασταλτικές πρακτικές.
Και φυσικά, δεν εγγυάται κανένας πως το χαλί των δικαιωμάτων που τόσο καιρό τυλίγεται από τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, προτάσσοντας το υγειονομικό συμφέρον (είμαστε ήδη εκπαιδευμένοι με το δημοσιονομικό συμφέρον), θα ξανααπλωθεί φτάνοντας στην προτέρα προ πανδημίας κατάσταση, ειδικά μέσα σε ένα κλίμα συνταγματικής αιμορραγίας που βιώνουμε από το lockdown και μετά.
Και εδώ εμφανίζεται το πρόβλημα του φόβου και του ισχυρού ενστίκτου της επιβίωσης. Διότι, είναι πασιφανές πως η ύπαρξη του προαναφερθέντος κενού εμπιστοσύνης στους υπό σήψη θεσμούς και τις δυσλειτουργικές κυβερνητικές δομές, δημιουργεί άπλετο χώρο, το καταπιεσμένο αυτό από τη συλλογική αδυναμία ορμέμφυτο, να βρει αποκούμπι και δυνατότητα έκφρασης σε μικρότερες αλλά πιο συμπαγείς και ενεργές ομάδες “προστασίας” και “πάλης”.
Και μιλάω για κινήσεις με κεκαλυμμένο ή και όχι φασιστικό περιεχόμενο που, δυστυχώς, όχι μόνο φιλοξενούν ασμένως δυσαρεστημένες, αντικυβερνητικές, συνομωσιολογικές φωνές με την επίφαση της αντίδρασης στο κατεστημένο και του λαϊκού ερείσματος, αλλά τις ενισχύουν για να τις χρησιμοποιήσουν σαν δούρειο ίππο για να εισχωρήσουν στον δημοκρατικό διάλογο.
Εξάλλου, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες οργανωμένες επί της ουσίας φεντεραλιστικά (όπως αποδεικνύεται προϊόντος του χρόνου και με την ύπαρξη πολιτικής και οικονομικής διαστρωμάτωσης εντός της ίδιας της Ένωσης) δεν πέτυχαν να αποκρούσουν αυτόν τον κίνδυνο, δηλαδή τον εκδημοκρατισμό και τη θεσμική νομιμοποίηση της αντιδημοκρατικής ακροδεξιάς από τις αρχές τις χιλιετίας μέχρι και σήμερα, όταν και έκαναν αρχικά την εμφάνισή τους και στη συνέχεια πήραν τη θέση τους στα κατά τόπους πολιτικά συστήματα πλείστων κρατών-μελών κινήματα ή κομματικοί σχηματισμοί φασίζουσας ρητορικής και ιδεολογίας.
Κι αυτό, διότι η Ενωμένη Ευρώπη δεν άκουσε ποτέ τις σειρήνες του ευρωσκεπτικισμού, δεν έδωσε ποτέ την απαραίτητη προσοχή στο προσφυγικό πρόβλημα και θεωρώντας μεμονωμένα περιστατικά τις πρώτες εξάρσεις πολιτικού ρατσισμού και ξενοφοβίας, επέλεξε να αναλωθεί στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων και πολιτικής ολοκλήρωσης εντός Ένωσης.
Κι έτσι, παρά τις Χάρτες και τα Πρωτόκολλα, σήμερα αποτελεί, πλέον, αιτία δημιουργίας τέτοιων φωνών και χώρο φιλοξενίας τους, αποτυγχάνοντας να συμμορφωθεί με τις δικές της διακηρυκτικές αρχές και την ιστορία του ίδιου του νομικού της πολιτισμού.
Όμως, τα φασιστικά κινήματα δεν εμφανίζονται πάντα με διαφορετική σημαία και δεν σου συστήνονται προσωπικά, μπορεί να είναι και δίπλα σου κρυμμένα στη φανταχτερή φενάκη του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Ο φόβος, η αγωνία και η αβεβαιότητα για το μέλλον και το έλλειμμα πραγματικών δημοκρατικών δομών και συστήματος ελέγχου της πολιτικής ευθύνης αποτελούν επιταχυντικούς παράγοντες για την εμφάνισή τους.
Ας ελπίσουμε ότι η Δημοκρατία θα επιδείξει αντάξια αντανακλαστικά στο πιο ισχυρό ίσως τεστ αντοχής της. Θα προσαρμοστεί, θα επικαιροποιηθεί, θα μετεξελιχθεί προς το καλύτερο.
Διαφορετικά θα καταλήξουμε να μην βγάλουμε ποτέ τις μάσκες…