Λίγες φράσεις μπορούν να χαρακτηριστεί περισσότερο τετριμμένη από το «Η Ελλάδα αποτελεί Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου». Φράση που επαναλαμβάνεται με τέτοια συχνότητα, από όλα τα μήκη και τα φάσματα του πολιτικού κόσμου, της κοινωνίας και των θεσμών, που τείνει να καταστεί κλισέ. Όχι όμως και εμπεδωμένη. Η, εν εξελίξει ακόμα, δίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, ιδίως από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται από την κοινή γνώμη και δυστυχώς μέρος του νομικού κόσμου κάθε νομική και πραγματική κρίση στα πλαίσια, μιας, κατά τα άλλα, αυστηρής νομικά διαδικασίας.
Χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει κανείς την εγγενώς βίαιη ιδεολογία που το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα εκπροσωπεί, απαιτείται κατ’ αρχάς μια κεφαλαιώδους σημασίας αντίστιξη μεταξύ του πολιτικού χαρακτηρισμού των πράξεων, των προσώπων και, εν συνόλω, της οργάνωσης αφενός και του αντίστοιχου νομικού αφετέρου. Σε πολιτικό επίπεδο, ο χαρακτηρισμός μιας πολιτικής οργάνωσης ως «εγκληματικής» ή και «τρομοκρατικής» έχει ασαφή, ευμετάβλητα και ενίοτε υποκείμενα σε σκοπιμότητες όρια, όπως έδειξε και η πρόσφατη ιστορία, όπου οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής από «παρασυρμένοι ψηφοφόροι» και «εν δυνάμει σύμμαχοι, αν σοβαρευτούν» κατέληξαν δέκτες του «δεν είναι αθώοι» σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών. Σε δικαιϊκό όμως επίπεδο και, ειδικά εν προκειμένω, ποινικό, συντρέχουν αυστηρά, τυπικά όρια. Και ο λόγος είναι απλούστατος. Το ποινικό δίκαιο, το οποίο στα πλαίσια των συνταγματικών επιταγών, εστιάζει στην προστασία του κατηγορούμενου, αναπτύσσεται σε αρχές, ορισμένες εκ των οποίων είναι εκείνες της ευνοϊκότερης εφαρμοστέας διάταξης νόμου, της σαφούς διάταξης ποινικού νόμου και του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου. Οι αρχές αυτές δεν είναι συζητήσιμες ούτε υπό αίρεση. Είναι υποχρεωτικές πάντα και έναντι όλων. Συνέπεια δε αυτής της διαφοράς είναι και το προφανές. Ότι δηλαδή η Χρυσή Αυγή δεν κρίθηκε εγκληματική οργάνωση συνολικά, το οποίο όχι μόνο θα αποτελούσε (μη ανεκτή) έμμεση απαγόρευση πολιτικού κόμματος, αλλά και θα οδηγούσε σε δίωξη κάθε απλού μέλους. Αντίθετα, μια συγκεκριμένη ομάδα μελών της κρίθηκε ως τέτοια.
Άλλο αποτέλεσμα αυτών των αρχών είναι το πλήθος δικονομικών κανόνων που στοχεύουν στην εγγύηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος δύναται βέβαια να κατηγορηθεί μόνο για τις πράξεις και όχι τις σκέψεις του (όσο εμετικές και αν είναι), και οι οποίες αναμφίβολα εφαρμόστηκαν και στην συγκεκριμένη δίκη. Αυτονοήτως λοιπόν βάσει των ανωτέρω, η ποινική δικονομία αναγνωρίζει ως κανόνα το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης. Εφόσον λοιπόν ασκηθεί από τον καταδικασθέντα στον πρώτο βαθμό (και συνεπώς τεκμαιρόμενο ακόμα αθώο, έως την τελεσίδικη καταδίκη του) έφεση, η επιβληθείσα ποινή δεν εκτελείται έως της έκδοσης απόφασης από το εφετείο. Μόνες σοβαρές εξαιρέσεις εκείνες του α. 497 παρ. 4 και 8 του ΚΠΔ, όπου σε περιπτώσεις ισόβιας κάθειρξης (Ρουπακιάς) δεν χορηγείται ποτέ ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ αποκλειστικά σε περιπτώσεις πρόσκαιρης κάθειρξης (οι περισσότεροι κατηγορούμενοι και πάντως όλοι οι «διευθύνοντες»), δεν χορηγείται μόνο εφόσον ο κατηγορούμενος κρίνεται ύποπτος φυγής ή θεωρείται πολύ πιθανό να διαπράξει νέα εγκλήματα και δεν αρκεί για την αποφυγή τους η επιβολή περιοριστικών όρων. Αμφότερα, κρίνονται με βάση κριτήρια που παρέχει το ίδιο άρθρο και περιλαμβάνουν το αν δεν έχει γνωστή διαμονή ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διαφύγει ή έχει υπάρξει φυγόδικος ή φυγόποινος ή έχει κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου αφενός και από προηγούμενες καταδίκες ή τα χαρακτηριστικά της ίδιας πράξης αφετέρου.
Μένοντας λοιπόν αυστηρά σε νομοτεχνικό επίπεδο, η πρόταση της εισαγγελέως επί του συγκεκριμένου ζητήματος μοιάζει απολύτως εύλογη και συνεκτική με την αιτιολογία που ανέπτυξε η ίδια, αλλά και την, πάντα υπέρ του κατηγορουμένου, ερμηνεία του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Το σύνολο των κατηγορουμένων ήταν παρόντα στην δίκη, έχοντας (τυπικά πάντα) συνεργαστεί με τις αρχές τηρώντας του περιοριστικούς όρους, έχουν γνωστή διαμονή και τέλεσαν τα αδικήματα στα
πλαίσια ή εκμεταλλευόμενοι ένα πολιτικό κόμμα που πρακτικά έχει διαλυθεί, καθιστώντας δυσχερή την απόδειξη του ενδεχόμενου να διαφύγουν των αρχών ή να τελέσουν νέα αδικήματα. Νομοτεχνικά πάντα, για την πλειονότητα των κατηγορουμένων, αυτών δηλαδή που δεν έχουν προηγούμενες καταδίκες (όλων επομένως πλην Μιχαλολιάκου, Αλεξόπουλου και Μπούκουρα), η πρόταση της εισαγγελέως μοιάζει μονόδρομος, χωρίς ασφαλώς να δεσμεύει με κανένα τρόπο το δικαστήριο.
Στο σημείο αυτό απαιτείται μια σοβαρή επιφύλαξη. Οι δημόσιες τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας, εκτός βεβαίως των συνηγόρων των διαδίκων, είναι αδύνατο να μπορούν να προβούν σε οποιαδήποτε ασφαλή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, καθώς (ορθά) αγνοούν την δικογραφία. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση των προτάσεων και των αποφάσεων μπορεί να εστιάσει μόνο σε αυτό το νομοτεχνικό επίπεδο, το οποίο έχει την σημασία του, αλλά δεν αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Αυτό όμως είναι μια λεπτομέρεια που συνήθως ξεχνιέται στα κάθε μορφής «λαϊκά δικαστήρια».
Σε ουσιαστικό επίπεδο επομένως, το μόνο σχόλιο που μπορεί να υπάρξει είναι ότι σε αντίστοιχου επιπέδου αλλά μικρότερης δημοσιότητας δίκες, επιδεικνύεται αυστηρότητα υψηλότερης έντασης από έδρας. Όπως λοιπόν τυχόν δυσμενέστερη μεταχείριση των συγκεκριμένων σε σχέση με τη νομική ερμηνεία του κανόνα δικαίου δημιουργεί υπόνοιες αδικίας (με αντίστοιχες νομικές συνέπειες), αντίστοιχα δημιουργεί και η ευνοϊκότερη μεταχείρισή τους σε σχέση με την συνήθη εφαρμογή του ίδιου κανόνα. Και αυτό είναι μια λεπτομέρεια που συνήθως ξεχνιέται στα κάθε μορφής «λαϊκά δικαστήρια».
Η Ελλάδα όμως, εκτός από Δημοκρατία και Κράτος Δικαίου, είναι και υπόλογη σε διεθνές επίπεδο, για αυτήν την δίκη και για κάθε δίκη, υπό την έννοια της δυνατότητας αμφισβήτησης και ελέγχου του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, διαδικασία για την οποία ήδη απειλεί ένας εκ των ήδη καταδικασθέντων στελεχών και (πρώην) Ευρωβουλευτής του κόμματος. Όσο λοιπόν και αν προκαλεί τον κοινό νου η βίαιη ιδεολογία που οι συγκεκριμένοι πρεσβεύουν και τους οδήγησε στις συγκεκριμένες πράξεις, όσο και αν ερεθίζει η προκλητικότητά τους μέσα και έξω από την δικαστική αίθουσα, άλλο τόσο θα εξόργιζε μια πιθανή δικαίωσή τους σε διεθνές επίπεδο από μια τυχόν προβληματική εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου, η οποία θα εξευτέλιζε την χώρα στην μεγαλύτερη ίσως στιγμή της Δικαιοσύνης της μετά την μεταπολίτευση. Το δικαστήριο συνεπώς, ως σύνολο, καλείται να ισορροπήσει μεταξύ όλων των ανωτέρω. Για να το πετύχει, η κρίση του θα πρέπει να είναι στηριγμένη σε απρόσωπους κανόνες και τυπικές διαδικασίες, όχι στο θυμικό. Επιχειρώντας μια επισφαλή πρόβλεψη, με βάση τις έως τώρα κρίσεις του, αισιοδοξώ ότι θα το επιτύχει.