Η ζωή μας γίνεται διαρκώς χειρότερη από τον Μάρτιο. Τόσο ως πολιτών όσο και ως επαγγελματιών. Ειδικά δε για τους δικηγόρους, που επαγγελματική μας δραστηριότητα είναι η εκπροσώπηση πολιτών, η κατάσταση αποκτά καφκικές προεκτάσεις. Το ζήτημα όμως είναι ότι για το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος δεν ευθύνεται η ίδια η πανδημία του κορωνοϊού, αλλά ο μόνιμος υπαίτιος: το ελληνικό κράτος. Και όπου κράτος, το εκρηκτικό μείγμα ανεπαρκούς κυβέρνησης και μονίμως βαρύθυμου δημοσίου. Με αυτά κατά νου, είναι αρκετά απλή η κατανόηση των έντονων αντιδράσεων του δικηγορικού κλάδου, κατά της πιθανής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων.
Κατ’ αρχήν υφίσταται ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό πρόβλημα, το οποίο όμως έχει εντελώς άμεσες πρακτικές προεκτάσεις. Το πρόβλημα είναι ότι την στιγμή που η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία παραμένουν σε πλήρη λειτουργία, με την δεύτερη μάλιστα να έχει διογκωθεί απότομα και με τρόπο όχι πάντα σαφώς ανεκτό συνταγματικά επ’ αφορμής πανδημίας, η δικαστική ανέστειλε την λειτουργία της ήδη επί τρεις μήνες την άνοιξη και απειλείται να το υποστεί εκ νέου τώρα. Η ανισορροπία αυτή μεταξύ των εξουσιών, έστω και αν παρουσιάζεται ως προσωρινή, περιορίζει τα περιθώρια ελέγχου της διοίκησης και του ίδιου του νομοθέτη από τους πολίτες, αλλά και την εγγύηση των δικαιωμάτων του καθενός έναντι των άλλων. Αν και η έννομη προστασία αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα, εν προκειμένω τίθεται, κατά τρόπο απαράδεκτο συνταγματικά, σε «αναστολή». Αναστολή η οποία βέβαια οδηγεί στα πρακτικά προβλήματα, ήτοι την διαιώνιση περιουσιακών και ποινικών διαφορών, απώλεια εισοδημάτων, αδυναμία αμφισβήτησης διοικητικών μέτρων και κυρώσεων, σε πρώτο επίπεδο, ακολουθούμενα από επισφάλεια και δυσχέρανση των οικονομικών συναλλαγών εν γένει, αμφισβήτηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών και μέτρων με εξωθεσμικούς τρόπους (βλέπε καμένες μάσκες στις πλατείες κλπ) στην συνέχεια.
Οι πολίτες όμως θίγονται και από την αδυναμία πρόσβασής τους στις δημόσιες υπηρεσίες εν γένει. Η «εξυπηρέτηση» του κοινού, που όπως τιτλοφορείται παρουσιάζεται ψευδώς ως «χάρη», αποτελεί δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση σε αρχές, έγγραφα και απαντήσεις σε κάθε είδους αίτημά του («δικαίωμα αναφέρεσθαι») και αντίστοιχη συνταγματική υποχρέωση του κράτους. Η υποδοχή του κοινού όσο ενοχλητική, ως και επικίνδυνη με βάση την εν εξελίξει πανδημία, και αν θεωρείται από μεγάλη μερίδα των δημοσίων υπαλλήλων, παραμένει υποχρέωση, αλλά και βασικότερο αντικείμενο απασχόλησής τους. Και όμως, πάλι επ’ αφορμής της πανδημίας, έχει υιοθετηθεί και συχνά κανονικοποιηθεί η πρακτική της εξυπηρέτησης κατόπιν τηλεφωνικού ή ηλεκτρονικού ραντεβού. Αμφότερα δυστυχώς σημαίνουν στην πραγματικότητα μη εξυπηρέτηση, αφού κατά κανόνα κανείς δεν απαντά ή δεν απαντά εγκαίρως ή δεν απαντά θετικά στο αίτημα για ραντεβού, λόγω μη επείγοντος. Η εμπειρία που ξεκίνησε την άνοιξη και διατηρείται έως σήμερα, με προοπτική μάλιστα παράτασης, είναι ότι η διαδικασία του ραντεβού κατέστη στην πραγματικότητα απλώς ακόμα ένα ιδιαίτερα περίπλοκο προστάδιο, ακόμα ένα γραφειοκρατικό εμπόδιο στην ήδη προβληματική πρόσβαση του πολίτη στην διοίκηση.
Πέραν όμως των συγκεκριμένων ομάδων που τελικώς ευνοούνται από την κατάσταση αυτή, αφού απαλλάσσονται από τα «δύσκολα» της καθημερινότητας και βρίσκονται σε ικανοποιητική απόσταση από το φόβο του κινδύνου μετάδοσης του ιού, ωσάν όλοι οι υπόλοιποι, επαγγελματίες και μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα που αναγκαστικά εκτιθέμεθα για να βιοπορισθούμε, να μη φοβόμαστε, υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα. Η κυβέρνηση. Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση έχει επιδείξει πολλαπλές αδυναμίες στην διαχείριση των γραφειοκρατικών προβλημάτων και στην λήψη έκτακτων μέτρων εκσυγχρονισμού του κρατικού μηχανισμού και της Δικαιοσύνης. Με την φωτεινή εξαίρεση των ηλεκτρονικών θεωρήσεων γνησίου της υπογραφής και την κατάργηση του φαξ με καθυστέρηση 3 δεκαετιών, ουδέν άλλο έχει να επιδείξει η υποτιθέμενα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση σε διάστημα που ήδη έχει ξεπεράσει τους 6 μήνες. Η Δικαιοσύνη δεν ψηφοποιήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο, ηλεκτρονικές υπογραφές νέου τύπου που να διευκολύνουν τις ηλεκτρονικές καταθέσεις δικογράφων δεν δόθηκαν στους δικηγόρους, οι αποφάσεις λαμβάνονται με παρακάλι ηλεκτρονικά, τα καροτσάκια σούπερ μάρκετ συνεχίζουν να κουβαλούν την συνηθισμένη χαρτούρα, οι δίκες συνεχίζονται χωρίς σαφές και προκαθορισμένο ωράριο, οι υπηρεσίες αλλοδαπών επιμένουν να ζητούν έντυπη αίτηση για να χορηγήσουν ραντεβού, οι εφορίες σπανίως απαντούν τα τηλέφωνα ή τα mail τους. Η μεγάλη ευκαιρία της πανδημίας για ένα μεγάλο βήμα μπροστά, κατέληξε ένα μεγάλο φιάσκο. Σαν να μην έφταναν όμως όλα αυτά, η κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι θα χρειαστεί να λάβει έκτακτα υγειονομικά μέτρα, απέτυχε στο να προετοιμάσει και να παρουσιάσει εγκαίρως ένα σχέδιο για την Δικαιοσύνη. Χωρίς καμία διάθεση απαξίωσης κανενός κλάδου, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μίλησε για τους πάντες στο τελευταίο διάγγελμα, εκτός από τα δικαστήρια. Ως εκ τούτου, από την Πέμπτη 29 Οκτωβρίου έως την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (Δευτέρα 2 Νοεμβρίου), σε τέσσερις δηλαδή ημέρες, όχι μόνο έχουμε δει τρία διαφορετικά σχέδια λειτουργίας των δικαστηρίων για την Θεσσαλονίκη και δύο για την Αθήνα, αλλά ακόμα δεν γνωρίζουμε το αν θα πραγματοποιηθούν και ποιες δίκες αύριο το πρωί. Η Δικαιοσύνη άγγιξε το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο απαξίωσης.
Το σύνολο των δικηγορικών συλλόγων πανελλαδικά εκδήλωσε την αντίδρασή του με τον εντονότερο τρόπο και ασκεί όλες τις δυνατές πιέσεις για να διατηρήσει την Δικαιοσύνη ανοικτή, με τις αναγκαίες υγειονομικές προσαρμογές προφανώς. Αυτονόητα. Όχι μόνο για την επιβίωση του δικηγορικού κλάδου, ο οποίος δεν ενισχύθηκε ουσιαστικά και δεν αναμένει κανείς ειλικρινά ότι θα ενισχυθεί στο μέλλον, αλλά γιατί η πρόσβαση στην Δικαιοσύνη, η δυνατότητα έννομης προστασίας, είναι θεμέλιο του πολιτεύματος και της κοινωνίας. Είναι αυτοσκοπός και θεμελιώδης υποχρέωση του κράτους και υφίσταται, πάντα και σε κάθε συνθήκη. Ακόμα και σε αυτή της πανδημίας.
Θεσσαλονίκη 2-11-2020
Μιχαήλ Β. Μήττας
Δικηγόρος παρ’ Εφέταις, Υπ. ΔΝ
Μέλος ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης