Η πανδημία του κορωνοϊού έχει επιταχύνει κάποιες τάσεις, που ήδη είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται, οδηγώντας σε έναν κόσμο λιγότερο ανοιχτό, λιγότερο ελεύθερο. Την άποψη αυτή ανέπτυξε ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Στίβεν Γουόλτ (Stephen M. Walt), μιλώντας, χθες το βράδυ, στο 9ο Διεθνές Συμπόσιο Θεσσαλονίκης, στην ενότητα με θέμα: «Η πανδημία της Covid-19 και τι σημαίνει για τον κόσμο» (The Covid-19 pandemic and what it means for the world).
Το 9ο Διεθνές Συμπόσιο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Ο κόσμος το 2021: Προκλήσεις μιας αβέβαιης εποχής», διοργανώνεται φέτος ψηφιακά, λόγω των συνθηκών της πανδημίας, από την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, σε συνεργασία με το Δίκτυο Ναυαρίνο και το Ίδρυμα Konrad Adenauer.
«Πριν από την έναρξη πανδημίας υπήρχαν βασικές τάσεις, είχαμε έναν πολυπολικό κόσμο με την ανάδειξη της Κίνας, της Ρωσίας», είπε ο καθηγητής, παρατηρώντας πως ήδη ο κόσμος ήταν λιγότερο ανοιχτός εξαιτίας των αντιδράσεων στην παγκοσμιοποίηση, με την εσωστρέφεια των κρατών να ενισχύεται από εμπορικούς πολέμους και από λαϊκιστές ηγέτες, με αφήγημα τις πολιτικές ενάντια στη μετανάστευση και τους πρόσφυγες. «Ο κόσμος γινόταν ολοένα και λιγότερο ελεύθερος, ενώ προβλήματα δημοκρατίας υπήρχαν σε πολλές χώρες», πρόσθεσε ο κ. Γουόλτ, σημειώνοντας ότι η αλλαγή στην ισορροπία ισχύος και εξουσίας, επηρέασε και τις ΗΠΑ σε σχέση με την άνοδο της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό, η πανδημία του SARS-CoV-2, σύμφωνα με τον καθηγητή, επιτάχυνε όλες αυτές τις εξελίξεις, ενώ επιπρόσθετα «η παντοδυναμία των ΗΠΑ επλήγη λόγω της κακής διαχείρισης του κορωνοϊού, σε αντίθεση με την Κίνα που ενίσχυσε τη θέση της, καθώς κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση στη συνέχεια».
Σχετικά με το πώς εξελίσσεται τώρα η κατάσταση, ο καθηγητής ανέφερε πως πλήττεται η παγκόσμια οικονομία αλλά και η εφοδιαστική αλυσίδα, ο κόσμος γίνεται λιγότερο ελεύθερος, λόγω των περιορισμών που οι κυβερνήσεις έχουν επιβάλει στους πολίτες τους για να αντιμετωπίσουν την πανδημία, ενώ ορισμένα από τα μέτρα δεν θα χαλαρώσουν μετά το τέλος της πανδημίας.
Μπορεί όμως να υπάρξει πρόβλεψη για το πώς θα είναι ο κόσμος μετά το τέλος της πανδημίας; «Δεν θα αλλάξει η ουσία της παγκόσμιας πολιτικής, τα εθνικά κράτη θα παραμείνουν ο θεμέλιος λίθος της παγκόσμιας πολιτικής, θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται και να συνεργάζονται. Η μελλοντική τάξη πραγμάτων θα διαφοροποιηθεί μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, θα υπάρξει ανταγωνισμός σε στρατιωτικό επίπεδο, σε επίπεδο υπεροχής στην τεχνολογία, στην τεχνολογία 5G και θα ενταθεί η προσπάθεια επέκτασης της επιρροής τους κυρίως στην Ασία, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου», εκτίμησε ο κ. Γουόλτ.
Στο ανταγωνιστικό αυτό περιβάλλον, ο Αμερικανός διεθνολόγος προέβλεψε πως «η Ευρώπη θα συνεχίσει να είναι σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ», αλλά «οι ΗΠΑ θα εστιαστούν περισσότερο στην Ασία και είναι πολύ πιθανό να περιμένουν τη στήριξη των Ευρωπαίων συμμάχων έναντι της Κίνας». Όμως, η Ευρώπη, όπως πρόσθεσε, δεν θα μπορεί να παραμείνει αμέτοχη ή ουδέτερη. «Οι Ευρωπαίοι θα το κατανοήσουν αυτό. Θα υπάρξει τεράστια πίεση στη Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο και αλλού για την αντιμετώπιση του Ιράν. Αυτό θα είναι μία τεράστια πρόκληση για τη διοίκηση Μπάιντεν», επισήμανε ο καθηγητής.
Σχετικά με την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει η διοίκηση Μπάιντεν προέβλεψε ότι θα υπάρξει μία μορφή συνέχειας της πολιτικής Τραμπ, όμως πιο πειθαρχημένη, «η κυβέρνηση Μπάιντεν θα συνεχίσει τις εμπορικές σχέσεις με κάποιες χώρες, θα συνεχίσει να ωθεί την Ευρώπη να προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της», αλλά «σε ό,τι αφορά τις συμπράξεις με τους συμμάχους των ΗΠΑ, αντί να κινείται μονομερώς, θα επιστρέψει σε πολυμερείς συμφωνίες, τις οποίες είχε εγκαταλείψει ο Τραμπ, όπως οι συμφωνίες για το κλίμα και για τα πυρηνικά του Ιράν, αλλά τίποτε δεν θα είναι εύκολο, γιατί θα συναντήσει αντιδράσεις και εσωτερικά σε αυτές τις πρωτοβουλίες».
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, ο κ. Γουόλτ σημείωσε πως ένα σημαντικό τμήμα των Αμερικανών που είχαν στηρίξει τον Τραμπ, δεν τον στήριξαν για άλλη μια θητεία και ταυτόχρονα πείσθηκαν για μία ισχυρή δημοκρατική αλλαγή. «Υπήρχαν οι άνθρωποι που ψήφισαν κατά του Τραμπ και αυτοί που ψήφισαν υπέρ των δημοκρατικών. Αυτό ήταν μία απόρριψη της διαχείρισης του Τραμπ από την αρχή της θητείας του», είπε.
«Η εκλογή Μπάιντεν επιταχυντής για την επαναφορά μετά την πανδημία»
Στις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το 2021 ο κόσμος, η Ευρώπη και η Ελλάδα πιο συγκεκριμένα αναφέρθηκε η καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων και διευθύντρια του Κέντρου Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Καλυψώ Νικολαΐδη. «Η ελπίδα είναι η ανίατη ασθένεια των ανθρώπων», είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας πως ο δρόμος θα είναι δύσβατος σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των καταστροφικών συνεπειών του κορωνοϊού. «Πώς θα γίνει αυτή η αναστροφή; Πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλούς λόγους να έχουμε την ελπίδα, γιατί έχουμε εμβόλιο κατά του SARS-CoV-2, αλλά και κατά του Τραμπ», είπε, διευκρινίζοντας πως η εκλογή Μπάιντεν μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής για μία συνολική επαναφορά θεσμών και οικονομιών μετά την πανδημία, «γιατί μιλάμε για έναν πιο ηθικό καπιταλισμό έναντι της δημοκρατίας, μιλάμε για περισσότερο διεθνισμό», τη στιγμή που «όλα διασυνδέονται, το τι συμβαίνει διεθνώς, τι συμβαίνει στην Ευρώπη, τι συμβαίνει στις ευρωατλαντικές σχέσεις και φυσικά τι συμβαίνει στη δική μας γειτονιά, στην Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο».
Η πανδημία, σύμφωνα με την καθηγήτρια, ενέτεινε τον ανταγωνισμό μεταξύ των πιο ισχυρών και «υπάρχει η εκτίμηση ότι υπό τον Μπάιντεν θα υπάρξει συνέχεια, όμως στην κατεύθυνση των κανόνων και όχι της ισχύος». Εκτίμησε, ωστόσο, πως η θέση της ισχύος στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα θα ενταθεί περισσότερο από ποτέ.
Σχετικά με τη στάση της Ευρώπης και της Ελλάδας απέναντι στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, η καθηγήτρια σημείωσε: «Ως Ευρώπη πιστεύω ότι πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε την Κίνα και να πείσουμε ότι μπορούμε να καλωσορίσουμε όλες τις επενδύσεις που κάνει η Κίνα -και στην Ελλάδα- αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να είμαστε αφελείς». Προέβλεψε, στο πλαίσιο αυτό, ότι η Ευρώπη δε θα επιλέξει οικειοθελώς μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, καθώς «πάντοτε θα είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ, αλλά θα φυλάει τα νώτα της», όμως «το πρόβλημα παραμένει η στρατηγική μυωπία, το ότι η Ευρώπη δεν είναι πολύ καλή στο να σκέφτεται στρατηγικά και συλλογικά σε σχέση με τα προβλήματα του κόσμου και της γειτονιάς της».
Μιλώντας για τη μετά Τραμπ εποχή, η καθηγήτρια εκτίμησε ότι ο λαϊκισμός έχει ριζωθεί, ότι υπάρχει πολιτική πόλωσης παντού, συνεπώς «ο λαϊκισμός ήλθε για να μείνει», με ηγέτες που θέλουν να επινοούν εθνικά αφηγήματα και ανθρώπους που παγιδεύονται σε αυτά τα αφηγήματα.