Ο Τραμπ και οι οπαδοί του δεν είναι εχθροί της δημοκρατίας, είναι δημιούργήματά της. Ας μην εθελοτυφλούμε. Δεν πρόκεται περί ενός σάπιου μήλου στο καλάθι με τα φρούτα. Όλα τα φρούτα είναι σάπια λιγότερο ή περισσότερο και το καλάθι κατεστραμμένο. Δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ενος τσούρμου τρελών φανατικών, αλλά μια από τις πολλές, καλές και κακές εικόνες της αμερικάνικης δημοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. (και αναλογικά με τις επιμέρους διαφορές τους και όλες λίγο πολύ οι σημερινές δυτικές δημοκρατίες) δεν ήταν ονειρικό και άμεμπτο μέχρι προχθες, ούτε τραυματίστηκε θανάσιμα για πρώτη φορά τώρα. Είχε ήδη πολλές πληγές, τις περισσότερες, μάλιστα, από την ίδια τη φύση της και τον τρόπο εφαρμογής της.
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στις διαδικασίες και τους θεσμούς της κυρίαρχης -για πόσο ακόμα άραγε;- δημοκρατίας του πλανήτη και διαβλέποντας το κατά πόσο χαρακτήρα δημοκρατίας προσδίδουν στο πολίτευμα, διαπιστώνουμε, ότι η διάβρωση στα αμερικάνικα πολιτικά δρώμενα είχε επέλθει προ πολλού και τα τραγικά γεγονότα στο Καπιτώλιο ήταν απλά ένα ακόμα αποτέλεσμα αυτής της οιωνεί συνταγματικής σήψης και του συνεπαγόμενου διαρκούς πολιτικού εκτροχιασμού. Για λόγους οικονομίας του κειμένου θα εξετάσουμε μονάχα τη λειτουργία του εν λόγω σώματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και σε άλλα στρώματα διακυβέρνησης δεν συναντώνται εξίσου αδιαφανείς διαδικασίες και δεν παρακάμπτεται η λαϊκή βούληση, είτε σε πολιτειακό είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Στο λόφο του Καπιτωλίου (“the people’s house”), λοιπόν, συντελείται το νομοθετικό έργο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όπου το σώμα του Κονκρέσου, αποτελούμενο από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, τα οποία είτε από κοινού και σε συναίνεση είτε ασκώντας τις μοναδικές, εξαιρετικές αρμοδιότητές τους διαβουλεύονται και ψηφίζουν τους ομοσπονδιακούς νόμους, επικυρώνουν τον προϋπολογισμό, τις συνθήκες και τους προεδρικούς διορισμούς ανώτατων κρατικών αξιωματούχων, αποφασίζουν για την κήρυξη πολέμου και ασκούν διώξεις με εξουσία καθαίρεσης σε πολιτικά πρόσωπα με τη διαδικασία του impeachment. Ασκεί, επομένως, το ρόλο του επί της ουσίας θεματοφύλακας της Αμερικάνικης Δημοκρατίας, καθώς μαζί με το Ανώτατο Δικαστήριο και τα κατά τόπους Ομοσπονδιακά Δικαστήρια (μέσω των αποφάσεων που αυτά εκδίδουν και ασκούν νομολογιακή παρέμβαση, άρα και νομοθετικό έργο) αποτελούν τους δύο κύριους πυλώνες πολιτειακού ελέγχου της εκτελεστικής βούλησης του Προέδρου και της εκάστοτε κυβέρνησής του και εξασφαλίζουν την ομαλή τήρηση του Συντάγματος.
Τα εμφανή προβλήματα του πολιτικού συστήματος που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος και οδηγούν σε δημοκρατικό έλλειμμα είναι δύο. Πώς εκλέγεται ο κεντρικός κυβερνήτης, ο Πρόεδρος και με ποιόν τρόπο ασκείται η νομοθετική εξουσία από το Κογκρέσο. Το παράδοξο του εκλογικού συστήματος είναι λίγο πολύ γνωστό, καθώς απουσιάζει η αναλογική αντιπροσώπευση σε ομοσπονδιακο επίπεδο, αφού ο Πρόεδρος εκλέγεται από τους 538 εκλέκτορες που απαρτίζουν το Εκλεκτορικό Κολλέγιο και είναι επιφορτισμένο με την αποκλειστική αρμοδιότητα εκλογής Προέδρου και Αντιπροέδρου. Από την άλλη η “λαϊκή ψήφος” εκλέγει τους γερουσιαστές και τους αντιπροσώπους και αυτό όμως με περιορισμούς αριθμητικούς, γεωγραφικούς και πληθυσμιακούς. Επομένως, (χωρίς να υπεισέλθουμε με λεπτομέρεια στις δημοκρατικές ανωμαλίες/παραδοξότητες που δημιουργεί ο τρόπος κατανομής του αριθμού των εκλεκτόρων ανά Πολιτεία) γίνεται ήδη κατανοητή μια πρώτη απόσχιση του εκλογέα από την ίδια του την ψήφο, μια ρωγμή στη σχέση αντιπροσώπευσης, καθώς η διαδικασία εκλογής του ανώτατου “άρχοντα” γίνεται εμμέσως και όχι απευθείας, με την παρεμβολή ενός τρίτου σώματος (το 2016 η Clinton έχασε με 3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους).
Ως προς το τρόπο λειτουργίας του νομοθετικού σώματος διαπιστώνουμε μια βαθιά ριζομένη (από τον 19ο αιώνα για την ακρίβεια) παθογένεια, το lobbying, ένας θεσμός που χαρακτηρίζεται συχνά στη βιβλιογραφία της πολιτικής επιστήμης και της σύγχρονης αμερικάνικης πολιτικής ιστορίας σαν τον 4ο πυλώνα της κρατικής εξουσίας μαζί με την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Lobbying, λοιπόν, είναι μια διαδικασία γνωστοποίσης και προώθησης συγκεκριμένων θέσεων πάνω σε, νομοτεχνικά, κοινωνικά ή πολιτικά θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής), τα οποία εάν μία εταιρεία ή ένας συνασπισμός εταιρικών συμφερόντων ή απλά μια ένωση ανθρώπων κοινών ειδικών συμφερόντων θέλει να προωθήσει και να δημιουργηθεί ένα ομοσπονδιακό (Federal Law) ή πολιτειακό (State Law) νομοθέτημα που εξυπηρετεί τα εν λόγω συμφέροντα (φωτογραφικά συνήθως), έχει τη δυνατότητα εκ του νόμου (lobbying disclosure Act,1995) να προσλάβει πολύ απλά μια εταιρία lobbying, η οποία θεσμοθετημένα αποτελεί προνομιακό συνομιλιτή του εκάστοτε νομοθέτη-μέλους του Κογκρέσου (lawmaker). Αυτό που προσφέρουν οι professional persuaders (δικηγόροι ή πρώην πολιτικοί) λομπίστες στους 535 νομοθέτες, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα ψηφίσουν κατά την προτεινόμενη συμφέρουσα κατεύθυνση, είναι αθρόα εισροή δωρεών κατά την προεκλογική εκστρατεία επανεκλογής τους εκ μέρων των εργοδοτών του λομπίστα, βοηθώντας τους να διατηρήσουν τη θεσμική θέση τους ή ακόμα και μια θέση στην lobbying firm που θα τους περιμένει αν πάει κάτι στραβά. Επομένως, διαπιστώνουμε πως το νομοθετικό πλαίσιο που διαμορφώνεται, αποτελεί τελικά προϊόν έμμεσης δωροδοκίαςεκ μέρους εταιρικών, τραπεζικών και άλλων συμφερόντων, που αντέχουν να ξοδέψουν και χρησιμοποιούν το θεσμό αυτό. Και τι παίρνουν πίσω; δύσκολο να υπολογιστεί αριθμητικά με ακρίβεια, αλλά συνήθως είτε τους ανοίγεται ο δρόμος στην αγορά για μία επένδυση ή συμφέρουσα συγχώνευση, είτε θεσμοθετείται ένα πακέτο διάσωσης (bailout) ή μια ευνοϊκή ρύθμιση για το προϊόν ή τις υπηρεσίες που πουλάνε. Και φυσικά, το μπόνους είναι οι ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις, οι οποίες μεταφράζονται σε τρισεκατομμύρια φοροαπαλλαγής για τα επιχειρηματικά συμφέροντα και αντίστοιχη φοροεπιβάρυνση για τον μέσο πολίτη.
Mιλάμε, δηλαδή, για μια βαριά βιομηχανία 3,5 και πλέον δισ. δολλαρίων το χρόνο, όπου το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί και να νομοθετήσει πλέον χωρίς αυτή. Αυτή είναι μια βαθιά πληγή στη δημοκρατία και αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι είναι ένα εδραιωμένο και μη αναστρέψιμο status quo. Δεν είναι τυχαίο που σε σχετική έρευνά του το Πανεπιστήμιο του Harvard, εξετάζει και προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα εάν το lobbying αποτελεί ακριβώς έναν τρόπο νομιμοποιημένης πολιτικής διαφθοράς για να καταληξει ότι είναι απαραίτητη η θεσμική κατοχύρωση και η νομική προστασία του (fun fact το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο μόνο το 2019 ξόδεψε 595.000 δολ. σε lobbying), ενώ σε παλαιότερή του έρευνα του Πανεπιστημίου του Princeton, για το εάν η Κυβέρνηση αντιπροσωπεύει τους πολίτες, το εξίσου φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα κατέληξε ότι “οι προτιμήσεις του μέσου αμερικάνου φαίνεται να έχουν μόνο μια μικρή, σχεδόν μηδενική και ασήμαντη στατιστικά επίδραση στη δημόσια πολιτική”. Σημειωτέον, ότι εξαιτίας της τρομερής επίδρασης στην καθημερινή πολιτική αλλά και την κοινωνική ζωή που απολαμβάνουν οι εταιρείες λόμπινκ (μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης και της νομοθετικής πρακτικής) έχει οδηγήσει στο αποτελέσμα, είτε να αποτελούν οι ίδιες φυτώρια ή “πολυτελή νεκροταφεία” πολιτικών στελεχών είτε να αποτελούν το σημαντικότερο σύμβουλο της εκτελεστικής εξουσίας, καταλήγοντας να ανεβοκατεβάζουν Προέδρους και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους (βλ. Το παράδειγμα του Roger Stone, ο οποίος από τον Νίξον και μετά έίχε εξελιχθεί σε μέγιστο παράγοντα της κεντρικής πολιτικής σκηνής, διαμορφώνοντας τον πολιτικό ρου).
Οι λομπίστες, λοιπόν, μαζί με τις πολυεθνικές εταιρείες που τους προσλαμβάνουν και τους εκλεγμένους νομοθέτες-αντιπροσώπους που δέχονται τις “δωρεές” και νομοθετούν όχι κατά συνείδηση, αλλά κατά παραγγελία αποτελούν το “κατεστημένο της Ουάσινγκτον”, σε συνδυασμό φυσικά και με το δημοσιογραφικό τοπίο που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, όπου κάθε δελτίο ειδήσεων εθνικής εμβέλειας μέσου έχει το χαρακτήρα κομματικής εκδήλωσης της μιας ή της άλλης παράταξης (συνήθως των Δημοκρατικών). Αυτοί οι ίδιοι τους και σε συνδυασμό με το military complex που πάντα εποπτεύει και καθορίζει μέρος της πολιτικής, σαν γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης πλην όμως διεφθαρμένης πολιτικής μηχανής, προκάλεσαν τη γέννηση της πολιτικής περσόνας του “αντικομφορμιστή”, “αντικαθεστωτικού”, “λαϊκού” Τραμπ και φυσικά ο ίδιος εκμεταλλεύτηκε έξυπνα το γεγονός της ύπαρξης ομάδων πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, που άγονται και φέρονται έυκολα από πολιτικές κορώνες, τη ρητορική της μισαλλοδοξίας και τις εύηχες ατάκες στα σόσιαλ μίντια και εισέπραξαν τον κενό πολιτικά λόγο του σόουμαν Τραμπ, σαν λόγια ενός πολιτικού μεσσία που σκέφτεται σαν αυτούς, μιλάει σαν αυτούς και λέει πάντοτε αυτά που σκέφτονταν και κανένας πολιτικός καριέρας δεν τόλμησε να ξεστομίσει σε δημόσιο λόγο.
Αυτό που πρέπει, τελικά, να επισημανθεί και για τον ιστορικό του μέλλοντος είναι ότι τους λόγους για να τον ψηφίσουν δεν τους δημιούργησε ο Τραμπ, αλλά οι αντίπαλοί του. Οι δύο μόνο πτυχές νοθευμένης δημοκρατικής βούλησης και αδύνατισμένης λαϊκής κυριαρχίας που αναπτύξαμε παραπάνω είναι καθόλα ενδεικτικές, χωρίς να αποτελούν απαραίτητα κομμάτι του σκεπτικού του μέσου οπαδού του Τραμπ. Αυτές ακριβώς, όμως, ή παρόμοιες λοξοδρομήσεις του συστήματος δημιούργησαν την αίσθηση της αυθαίρετης διακυβέρνησης από μία εκλεκτή ελίτ, της πολιτικής αποξένωσης του μέσου ψηφοφόρου, αυτές προκαλούν αποστροφή, δυσπιστία και μίσος για τους θεσμούς και την κεντρική εξουσία, συναισθήματα που οδήγησαν στην εισβολή των hillbily τραμπούκων στο Καπιτώλιο. Και αυτα προϋπήρχαν του Τραμπ. Ο Τραμπ απλώς τα βρήκε και εκμεταλλεύτηκε τον κενό πολιτικό χώρο και την ανεπάρκεια των καθεστωτικών πολιτικών (πολλοί από αυτούς τυχαίνουν δισεκατομμυριούχοι από πολιτικά τζάκια και με τρέχοντα επιχειρηματικά συμφέροντα βλ. Nancy Pelosi, το πολιτικά αντίπαλο δέος του Τραμπ), οι οποίοι κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι που οφείλουν να κοιταχτούν στον καθρέφτη της πολιτικής ευθιξίας και των ευθυνών, διότι τα πεπραγμένα τους όχι μόνο δεν απέτρεψαν το φαινόμενο Τραμπ, αλλά του έστρωσαν το χαλί για να περάσει, ενώ ακόμα και μετά την εκλογή του η στείρα αντιπολίτευση, η κοινωνική διγγλωσία, τα εξυφαινόμενα οικονομικά και άλλους έιδους σκάνδαλα και η άκρατη μιλιταριστική προσέγγιση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής που ιστορικά προκρίνουν οι Δημοκρατικοί έριξαν σίγουρα λάδι στη φωτιά.
Επομένως, εκεί που θέλουμε να καταλήξουμε είναι ότι ο Τραμπ δεν είναι τρελός, είναι το αναπόφευκτο παράγωγο μιας “τρελής” Δημοκρατίας, ούτε οι Η.Π.Α έγιναν μετά από τα πρόσφατα γεγονότα banana democracy, αλλά προ πολλού έχουν επιλέξει μια δημοκρατία πολιτικής αποσύνδεσης από τους πολίτες, που ναι προσιδιάζει σε τριτοκοσμικά ολιγαρχικά και αυταρχικά καθεστώτα. Δεν μπορούμε, λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω να δώσουμε δίκιο στις υποκριτικές δηλώσεις του επερχόμενου Προέδρου ότι στην αμερικανική ζωή κυριαρχούν ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια και η ανοχή. Ας ρωτήσει τους υπόχρεους των ύψους 1,5 τρισεκατομμυριου δολλαρίων φοιτητικών δανείων, τους εκατομμύρια ανέργους, τους κατοίκων των γκέτο που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και τις μειονότητες που καθημερινά αντιμετωπίζονται σαν πολίτες τρίτης κατηγορίας από τις αρχές ασφαλείες και τηις κρατικές υπηρεσίες. Η δημοκρατία, λοιπόν, αιμορραγεί καθημερινά δεκαετίες τώρα. Το “we the people” του Συντάγματος, δεν μεταφράζεται στην καθημερινότητα του αμερικάνου, που όλο και περισσότερο αισθάνεται αποξενωμένος από τις τεχνηέντως πολύπλοκες και πολλές φορές δυσνόητες πολιτικές διαδικασίες, όπου η εξουσιοδότηση που παρέχει με την ψήφο του, κάπου χάνεται στην πορεία. Και από την άλλη ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η πολιτική κρατισμού και η υπερσυγκεντρωτική κεντρική κυβέρνηση, η οποία περισσότερο με μακρινό εχθρό ομοιάζει παρά με προσιτό εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας και αντιπρόσωπο της μαζικής βούλησης.
Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο ήταν θλιβερά και νοσηρά ανεξάρτητα από τη προγενέστερη του Τραμπ γενεσιουργό αιτία και το οιωνεί δημοκρατικό έλλειμμα που προσπαθήσαμε να αναδείξουμε παραπάνω. Αυτό που έχει σημασία για την αμερικάνικη δημοκρατία, μία από τις παλαιότερες δημοκρατίες του πλανήτη είναι να σταθεί στα πόδια της. Και υπάρχει -δυστυχώς, λόγω αυτής της θλιβερής αφορμής- η ευκαιρία να αναστυλωθούν οι πυλώνες και οι θεσμοί, όχι κατατροπώνοντας εκδικητικά πολιτικά και κοινωνικά τον Τραμπ και τον τραμπισμό, αλλά δημιουργώντας το πεδίο εκείνο που δεν θα παρέχει ασφάλεια, πολιτικό και εκλογικό χώρο και ζωή σε αντίστοιχους φορείς κενού πολιτικού λόγου και παρόμοιες πολιτειακού χαρακτήρα απειλές στο μέλλον, αναβαθμίζοντας την εξουσία και τη θέση του πολίτη, καταστρέφοντας τα παθογενή αναχώματα, ενδυναμώνοντας τη Δημοκρατία.