Μπορεί ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας να ισχυροποιηθεί εκλογικά και να αυξήσει την πολιτική του επιρροή στο σύγχρονο περιβάλλον έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται στη χώρα;
Μια απλή θετική απάντηση βασισμένη στον βολονταρισμό ή σε ευχολόγια δεν έχει να προσθέσει τίποτε. Αντίθετα μία προσεκτική ανάλυση ορισμένων δεδομένων θα ήταν μία πολύ καλή βάση εκκίνησης.
Σημείο 1ο : Η δραματική έως εκκωφαντική αδυναμία του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ να μετεξελιχθεί, να μετατοπιστεί και να επανατοποθετηθεί στα πράγματα είναι πασιφανής και μάλλον αμετάκλητη εάν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν προβεί σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Αλλαγές που επιβάλλουν απομάκρυνση από την αντιμνημονιακή πολιτική μήτρα που τον γέννησε και τον γιγάντωσε, οργανωτική αναδιάρθρωση, στελεχιακή επάνδρωση και νέα προγραμματική προσέγγιση. Το γεγονός αυτό αφήνει κάποιο ζωτικό πολιτικό χώρο στο ΠΑ.ΣΟ.Κ και παρά τον δικομματισμό υπάρχει πεδίο προσέγγισης μέρους του εκλογικού ακροατηρίου.
Σημείο 2ο : Το όρια της Νέας Δημοκρατίας, πολιτικά, προγραμματικά αλλά και κοινωνικά είναι απολύτως ορατά. Είναι εμφανές ότι το κυβερνών κόμμα έχει τουλάχιστον δύο ταχύτητες με τον πρωθυπουργό και μετρημένους υπουργούς να παράγουν έργο αλλά το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο και το κομματικό σώμα να μην θέλουν ή μπορούν να ακολουθήσουν. Προωθείται σε αρκετά πεδία ένας λειτουργικός εκσυγχρονισμός δομών και υποδομών όμως οι επιδόσεις δεν μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις της χώρας. Παραμένει γεγονός η συγκριτική υπεροχή έναντι του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ που στο δικομματικό πλαίσιο αποκρυσταλλώνεται ως αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα. Χωρίς να υποτιμάται η προσπάθεια που γίνεται, είναι αλήθεια να υποστηριχθεί πως ότι υλοποιείται πατά πάνω σε επεξεργασίες της ατζέντας του ΠΑΣΟΚ του 2009 και των μνημονίων μετέπειτα. Δεν έχει παρουσιάσει ένα πολιτικό και προγραμματικό σχέδιο αξιώσεων για το μέλλον, με την εξαίρεση του σχεδίου «Πισσαρίδη». Ο τελευταίος δε ανασχηματισμός φανερώνει άλλες – απολύτως λογικές- κομματικές και εκλογικές στοχεύσεις και όχι διακυβερνητική αναβάθμιση.
Σημείο 3ο : Η παγκόσμια οικονομική ορθοδοξία που μεταβάλλεται από το 2008 και εδώ, σταδιακά και βαθμιαία προς την κατεύθυνση της επαναφοράς του κράτους, της κρατικής παρέμβασης, της ρύθμισης έναντι της απορρύθμισης και της επαναξιολόγησης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. Αυτή είναι μία εξέλιξη απολύτως συμβατή με τον ιδεολογικό οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία έγκειται απλά η σημαντική υποχρέωση «υπερεθνικοποίησης» των εργαλείων της παράλληλα με την οργάνωση της επαναφοράς του κράτους σε εθνικό επίπεδο. Η χώρα μας βέβαια έχει σημαντικές ιδιαιτερότητες που την καθιστούν ξεχωριστή περίπτωση καθώς η δομή και η διάρθρωση της οικονομίας αλλά και της δημόσιας διοίκησης είναι προβληματικές. Οι επιπτώσεις της πανδημίας όμως είναι ένας απρόβλεπτος εξωτερικός καταναγκασμός που έρχεται να επιταχύνει και να μεταβάλει τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ενώ παροδικά φέρνει μια αίσθηση ισότητας –αντιμετωπίζουμε έναν κοινό αόρατο εχθρό- που οδηγεί στη χαλάρωση των δημοσιονομικών μέτρων και στόχων. Μας δίνεται η δυνατότητα έστω και με καθυστέρηση ετών να οργανώσουμε την ανάκαμψή μας και παράλληλα να διορθώσουμε δομικές αδυναμίες που μας ταλανίζουν και αποτύχαμε να ξεπεράσουμε παρά τα τρία μνημονιακά προγράμματα.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ σε αυτό το περιβάλλον είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει. Έχει ακόμη και σήμερα τη θεσμική μνήμη του κόμματος εξουσίας που διαμόρφωσε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει ανθρώπινους πόρους και να ξεφύγει από την προγραμματική του οκνηρία. Μπορεί να μετεξελιχθεί από κόμμα γερόντων και περιφέρειας σε σύγχρονο προοδευτικό κόμμα αλλαγών, χωρίς να απολέσει τα κοινωνικά του ερείσματα αλλά και χωρίς να θυσιάσει τη νέα γενιά και τον αναγκαίο λόγο περί αλλαγών για τη διατήρησή τους. Χωρίς τις δεσμεύσεις του κόμματος εξουσίας μπορεί να μιλήσει ξανά στον ελληνικό λαό για τα κομβικά ζητήματα.
Μπορεί και πρέπει να μιλήσει για την ανάγκη διαφορετικής κατανομής των πόρων – από την ασφάλιση στην παραγωγή, από τις συντάξεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, από την κατανάλωση στην επένδυση.
Για την ανάγκη σαρωτικής αλλαγής στη δημόσια διοίκηση που αποδεικνύεται τροχοπέδη της ανάπτυξης. Για την κωδικοποίηση του δικαίου, για την δημιουργία ενός διαφορετικού τραπεζικού συστήματος που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα χρηματοδοτεί την ελληνική οικονομία και δεν θα επωφελείται μόνον το ίδιο από τους ευρωπαϊκούς πόρους.
Έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς στον πέραν της δεξιάς χώρο και σε δεύτερο στάδιο να επιδιώξει την ανατροπή τους. Δεν ξέρω εάν έχει το χρόνο και τη θέληση.