Ζει η Ελλάδα το δικό της #metoo; Μάλλον όχι, και μάλλον ποτέ δεν θα το ζήσει. Η εδώ πλευρά του Ατλαντικού έχει εντελώς διαφορετική κοινωνική φιλοσοφία και νομική κουλτούρα από τις Η.Π.Α. Αυτό όμως δεν απομειώνει καθόλου την αξία των πρόσφατων εξελίξεων, μετά τις αποκαλύψεις αθλητών και καλλιτεχνών για διάφορες μορφές «παρενόχλησης» που υπέστησαν στον χώρο τους. Τα εισαγωγικά θα εξηγηθούν στη συνέχεια.
Οφείλουμε κατ’ αρχήν μια παραδοχή. Είναι περισσότερο από προφανές ότι μια αποκάλυψη ενός συμβάντος, έστω και παράνομου, μετά από 15 – 20 χρόνια ουδεμία νομική σημασία έχει, υπό το πρίσμα της τιμωρίας του δράστη. Η έννοια της παραγραφής αυτήν ακριβώς τη σημασία έχει, τη νομική επισφράγιση μίας κατάστασης που οι εμπλεκόμενοι (ή ακόμα και το κράτος) θεωρούσαν λήξασα, την ασφάλεια δικαίου και, φυσικά, την ικανότητα διεξαγωγής μιας δίκαιης δίκης με αποδεικτικά μέσα που εύλογα χάνονται ή αποδυναμώνονται μετά την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος. Ούτε βέβαια η τιμωρία με τη μορφή της κοινωνικής κατακραυγής, απαξίωσης ή και απομόνωσης του (νομικά, φερόμενου μόνο) δράστη είναι ανεκτή στον δικό μας νομικό πολιτισμό, όπως επί παραδείγματι στις Η.Π.Α. Ορθά βέβαια, διότι η τιμωρία σε μια οργανωμένη κοινωνία επιβάλλεται μόνον από το κράτος μέσα από οργανωμένες διαδικασίες και όχι από το πλήθος. Αν λοιπόν όσοι προέβησαν στις συγκεκριμένες αποκαλύψεις περιστατικών τώρα, σκόπευαν στην τιμωρία του δράστη, τότε, ναι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων άργησαν.
Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο ότι αυτός ήταν ο στόχος τους. Πέραν του ότι τα ως άνω είναι γνωστά και ότι μάλλον οι ίδιοι κινδυνεύουν νομικά, υπό το πρίσμα των αστικών και ποινικών διατάξεων για την προστασία της προσωπικότητας, σύμφωνα και με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους πραγματικός σκοπός τους ήταν, όχι απλώς η γενική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, αλλά η παρακίνηση ειδικά των ίδιων των θυμάτων, αγνώστων έως σήμερα, να καταγγείλουν τις δικές τους παρόμοιες εμπειρίες. Σε μια περίοδο που ήδη παρόμοια «κινήματα» έχουν λάβει χώρα, αν και με διαφορετικές μορφές, περίπου σε όλο τον πλανήτη, οι αποκαλύψεις όχι μόνο δεν άργησαν. Έγιναν πραγματικά την καταλληλότερη στιγμή για να επιτύχουν τον σκοπό αυτό.
Και ο σκοπός είναι ύψιστος. Η καταγγελία και συνεπώς τιμωρία ενός περιστατικού αυθαιρεσίας στον χώρο εργασίας προϋποθέτει, σχεδόν πάντα, την πρωτοβουλία του θύματος. Φυσικά δε, αυθαιρεσία δεν είναι μόνο η παρενόχληση με σεξουαλικά χαρακτηριστικά. Είναι η λεκτική και, συχνά, σωματική βία. Είναι η φυσική εξάντληση με υπέρμετρη σε ωράρια και ένταση εργασία. Είναι οι αυθαίρετες αυξομειώσεις στη δίκαιη (νόμιμη) αμοιβή, διάρκεια σύμβασης και όρους απασχόλησης. Είναι, με άλλα λόγια, η κάθε μορφής εκμετάλλευση του, σε οικονομική ανάγκη και εξάρτηση, εργαζόμενου από τον εργοδότη, προϊστάμενο ή κάθε λογής «υπεύθυνό» του. Και φυσικά, θύματα δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που βλέπουμε καθημερινά στη «μικρή οθόνη», οι «διάσημοι», οι «πετυχημένοι». Πολύ περισσότερο και πολύ συχνότερα θύματα είμαστε όλοι εμείς οι «μικροί», «άγνωστοι», «αδύναμοι», που δουλεύουμε στο καφέ, το σούπερ μάρκετ, το δικηγορικό γραφείο. Ειδικά για το τελευταίο έχουν να ειπωθούν πολλά.
Ήδη εδώ και περίπου μία δεκαετία οι γράφοντες είχαμε την ευθύνη να εκπροσωπούμε, υπό ποικίλες θέσεις, θεσμικά τους ασκούμενους και νέους δικηγόρους της Θεσσαλονίκης. Το διάστημα αυτό, οι καταγγελίες, στην πλειοψηφία τους δυστυχώς ανώνυμες, που λάβαμε ήταν τόσες που πλέον σε ορισμένες περιπτώσεις δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τον κανόνα από την εξαίρεση. Διότι δεν ήταν ένα το περιστατικό που ασκούμενη δικηγόρος κρυβόταν από τον δικηγόρο στον οποίο απασχολούνταν για να μην την παρενοχλήσει σεξουαλικά. Δεν ήταν ένα το περιστατικό που, μετά από έξι και περισσότερους μήνες κανονικής εργασίας, ο εργοδότης δικηγόρος απέλυσε ασκούμενο χωρίς να του καταβάλει κανένα μισθό διότι «ήταν δοκιμαστική περίοδος». Δεν ήταν ένα το περιστατικό που οι συνεργάτες δικηγόροι και ασκούμενοι υποχρεώνονται να εργάζονται έως και 15 ώρες καθημερινά με επιτήρηση από κάμερες για να μη «χαλαρώνουν». Δεν ήταν ένα το περιστατικό των ύβρεων, ακόμα και σε δημόσιο χώρο, προς τον ασκούμενο ή συνεργάτη, ή ακόμα και των ειρωνικών σχολίων τύπου «ε τι, θέλουν και οι ασκούμενοι να πληρώνονται» για την κανονική κατά τα λοιπά εργασία τους.
Για εμάς λοιπόν έχει νόημα η, μετά από τόσα χρόνια, αποκάλυψη του κάθε «διάσημου», διότι εμάς πρέπει να παρακινήσει να καταγγείλουμε. Ακριβώς γιατί εμείς είμαστε που δεν καταγγέλλουμε συνήθως γιατί φοβόμαστε περισσότερο. Αν και οφείλουμε να καταγγέλλουμε. Όχι σε δέκα χρόνια, τώρα. Όχι για να το μάθουν όλοι, αλλά για να το μάθουν οι αρχές. Όχι για εκδίκηση, αλλά για την τιμωρία κάθε αυθαίρετης συμπεριφοράς. Κανένας μας δεν ήταν το μόνο θύμα. Όλοι όμως πρέπει να φροντίζουμε να είμαστε το τελευταίο θύμα.
Μιχάλης Μήττας, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις, Υποψήφιος Δ.Ν., Μ.Δ.Ε., τ. Πρόεδρος Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, τ. Μέλος Δ.Σ. Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Κατερίνα Τσιαμπέρα, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις, Μ.Δ.Ε., τ. Πρόεδρος Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης