Παρακολουθώντας, όπως όλοι, τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, από την αρχή της πανδημίας έως και σήμερα, μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ την κοινωνική πραγματικότητα , όχι ως επιστήμονας σχετικής ειδικότητας (επιδημιολόγος, βιολόγος, κλπ), αλλά ως πολιτικός επιστήμονας, υπό το βλέμμα της οργάνωσης τους κράτους και της διαχείρισης από πλευράς πολιτείας. Είναι αλήθεια, ότι μια πανδημία αιφνιδιάζει και αποδιοργανώνει μια καθημερινότητα, μια κανονικότητα, όπως λέγεται, από τις εκλογές ακόμη. Το ερώτημα, ωστόσο, το οποίο τίθεται είναι ποιον αποδιοργανώνει αλλά και το πώς αντιδρά κανείς σε καταστάσεις κρίσης. Όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, μια κατάσταση κρίσης αποσυντονίζει εκείνον που δε γνωρίζει και δεν αναμένει μια τέτοια κατάσταση. Το πρώτο, επομένως, κομμάτι του αιφνιδιασμού συνέβη και είναι κάτι που συμβαίνει και στον πλέον προετοιμασμένο. Αυτό το οποίο αναμένεται στη συνέχεια, είναι η αντίδραση.
Ας λάβουμε, λοιπόν, υπόψη τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα αιφνιδιάστηκε το πρώτο διάστημα και ο φόβος κράτησε τον κόσμο στα σπίτια του. Πράγματι, το πρώτο κύμα με τους πολίτες “ξεκούραστους”, πέρασε σχεδόν ανώδυνα, καθότι η συντριπτική πλειοψηφία, τρομοκρατημένοι, παραμείναμε στο σπίτι. Οι ιθύνοντες δεν μπήκαν στη διαδικασία να εκμεταλλευτούν το διάστημα που μεσολάβησε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ώστε να οργανωθούν. Συναθροίσεις, όπως αυτές στην Ομόνοια κλπ, οδήγησαν τους πολίτες σε συνομοσιωλογικά μονοπάτια, τα οποία βρήκαν επαρκές έρεισμα. Το διάστημα αυτό δεν διενεργήθηκαν τεστ, παρέμειναν ανοιχτά τα σύνορα, δεν παρείχαν ασφάλεια στους πολίτες και το χειρότερο, δε δημιουργήθηκαν επιπλέον μονάδες εντατικής θεραπείας. Δυστυχώς, μονάδες υγείας, όπως το Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης (Λοιμωδών), το οποίο έκλεισε ο νυν υπουργός ανάπτυξης, και κράτησε κλειστό το Σύριζα, παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Μολαταύτα, πληρώθηκαν «κληνικάρχες», «καναλάρχες» και λοιποί, προκειμένου να μην εμφανίζονται τα ζητήματα αυτά.
Οι πολιτικές αστοχίες, όμως, δεν έμειναν εκεί, καθώς επέτρεπαν εκδηλώσεις, διαδηλώσεις , συναθροίσεις κατά το δοκούν, άλλοτε με τη σύμφωνη γνώμη των ειδικών και άλλοτε χωρίς αυτή. Μάλιστα τα ΜΜΕ οδήγησαν μια κοινωνία σε διχασμό. Από τη μία πλευρά, τα κανάλια και οι αριστεροί κατηγορούσαν τους χριστιανούς, ότι διασπείρουν τον ιό, από την άλλη πλευρά, οι χριστιανοί και οι δεξιοί κατηγορούσαν τους αριστερούς για τη διασπορά λόγω των συλλαλητηρίων. Και φυσικά όλοι μαζί έριχναν την ευθύνη στους νέους, που κυκλοφορούν. Τελικά όμως αυτή που στην ουσία δεν τηρούσε τα μέτρα (Ντουμπάι, Πάρνηθα, Τρίκαλα και Ικαρία) ήταν η ίδια η κυβέρνηση, που λίγο νωρίτερα κατηγορούσε και απέδιδε ευθύνες σε όλους τους παραπάνω, με την ίδια φυσικά να είναι άμοιρη των ευθυνών. Και μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, όπου οι πολίτες και ιδιαίτερα οι επαγγελματίες στο χώρο της εστίασης βρίσκονται σε απόγνωση, εμφανίζονται πάλι οι κυβερνώντες ζητώντας τους, αν μη τι άλλο, εμπιστοσύνη, υπεροπτικά και με απειλές.
Ποια θα ήταν η λύση θα αναρωτιόταν κανείς και απαντώ. Καταρχάς, μετριοφροσύνη, κάτι για το οποίο έχασε και η προηγούμενη κυβέρνηση. Επιπλέον, σταθερή γραμμή και πολιτικές, οι οποίες θα ενίσχυαν το ΕΣΥ, με νοσοκομεία, κλίνες ΜΕΘ και δωρεάν τεστ για το 70% του πληθυσμού. Επίσης, αυστηρή καραντίνα, ακόμη και με βραχιολάκι στους νοσούντες με ταυτόχρονο κλείσιμο των συνόρων. Όσο για το ζήτημα των εμβολίων, και κλείνω με αυτό, φαίνεται ξεκάθαρα η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην κυβέρνηση. Είναι δύσκολο να εμπιστευτεί κανείς κάποιον που κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους και την ίδια στιγμή απολαμβάνει το γεύμα του συνοδεία άλλων 30. Καλώς ή κακώς υπάρχει ένας αόρατος εχθρός και στη μάχη με το αόρατο, η εμπιστοσύνη είναι το πλέον σημαντικό. Ίσως κάποιοι σκεπτόμενοι άνθρωποι δεν επηρεάζονται, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, κουρασμένοι, που τέτοιες κινήσεις αρκούν, για να αποκλίνουν από τη μάχη.
Του Παναγιώτη Δημητριάδη