Οι επέτειοι προσωπικών και συλλογικών γεγονότων είναι πάντα ευκαιρίες για αναδρομές. Και οι αναδρομές γεννούν πάντα συγκινήσεις. Αναπόδραστο και ερμηνεύσιμο. Όμως και χρήσιμο. Για την ψυχή μας και για τη λογική μας. Η επέτειος ενός γάμου ή μιας γέννησης ή μιας νέας επαγγελματικής αρχή ή ενός ταξιδιού, φορτίζει τον συναισθηματικό χώρο μας, αλλά την ίδια στιγμή ακονίζει και την κρίση μας για τις συνέπειες των επιλογών μας ή τις αιτίες της καλής ή της κακής πορείας της πράξης που θυμίζει η επέτειος. Οι προσωπικές επέτειοι είναι χρήσιμες όταν κοιτούμε και πίσω από τις φωτογραφίες. Για τον ίδιο λόγο και τα συλλογικά μας γενέθλια, η επέτειος της 25ης Μαρτίου του 1821, είναι χρήσιμα μόνο όταν κοιτάξουμε πίσω από τις σχολικές αφίσες των ηρώων της Επανάστασης. Το κάνουμε άραγε;
Τις προθέσεις της Επιτροπής για τον εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση, όπως επίσης και της Κυβέρνησης, δεν είναι δυνατό να τις κρίνουμε, δεδομένου ότι η πανδημία δεν επέτρεψε την καθαρή αποτύπωσή τους σε πράξεις. Η επικέντρωση της προσοχής τους στη στρατιωτική παρέλαση και στην παρουσία ξένων επισήμων βέβαια δίνει ένα δείγμα του βάθους (ή μάλλον, για να κυριολεκτούμε, της ρηχότητας) της σκέψης της πολιτικής ηγεσίας γύρω από την επέτειο. Αλλά και το γεμάτο με φωτισμένα στα γαλανόλευκα κτίρια ανά τον κόσμο timeline μας μαρτυρά την απροθυμία των πολιτών να κοιτάξουν πίσω από τις αφίσες των σχολικών χρόνων τους. Οι αναφορές στα διδάγματα της ιστορίας των 200 χρόνων του ελληνικού κράτους και, ακόμα σημαντικότερο, στις σύγχρονες στοχεύσεις του παραμένουν σκόρπιες στη δημόσια σφαίρα –και προέρχονται κατά βάση από μεμονωμένους μελετητές με μετριοπαθή πολιτικό προσανατολισμό και όχι από τις πολιτικές ελίτ– ακόμα και αυτές τις ημέρες του απόλυτου συμβολισμού. Γιατί χάνεται λοιπόν η ευκαιρία να αξιοποιήσουμε την εθνική μας επέτειο για τη συλλογική μας αυτοκριτική ή τη συλλογική μας στοχοθεσία;
Μέρος της απάντησης συνιστά ο χρόνιος εγκλωβισμός μας στον ρόλο του θύματος. Δηλαδή στον ρόλο της μικρής και αδύναμης χώρας που, παρότι αδικείται από την ιστορία, από τη γεωγραφία, από τη συγκυρία, τελικά καταφέρνει να επιβιώσει. Η εθνική επέτειος γίνεται έτσι μια ευκαιρία να συγχαρούμε τον εαυτό μας και αυτό μοιάζει αρκετό. Όμως το πλέον σημαντικό μέρος της ερμηνείας βρίσκεται στην απροθυμία των σημερινών –προφανώς και των χθεσινών– πολιτικών ηγεσιών να καταγράψουν τα πεπραγμένα τους, να παραδεχτούν τα εκούσια και ακούσια λάθη τους, να προχωρήσουν σε ρήξεις.
Το ελληνικό κράτος, στα διακοσιοστά γενέθλιά του, χρειάζεται να ξεριζώσει τον πελατειασμό και τον κομματισμό, να αντιληφθεί τις διαστάσεις του δημογραφικού προβλήματος, να αλλάξει την αναλογία των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, να ανασχεδιάσει τον δημόσιο χώρο στις πόλεις, να θεσμοθετήσει υπέρ των ατομικών ελευθεριών των πολιτών του. Τίποτα από αυτά δεν είναι πιθανό να ειπωθεί στη δημόσια σφαίρα και, πολύ περισσότερο, τίποτα από αυτά δεν είναι πιθανό να γίνει πράξη από τις πολιτικές ηγεσίες. Γιατί απλά «θέλει αρετή και τόλμη» μια τέτοια δέσμευση. Και είναι ελαχιστότατοι αυτοί που τις έχουν. Φοβάμαι ότι τον στίχο του Ανδρέα Κάλβου οι περισσότεροι θα τον βάλουμε απλώς ως banner στο προφίλ μας.