Το επίδικο με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) της Τράπεζας Πειραιώς δεν είναι ούτε η αύξηση καθαυτή, ούτε ο χρόνος στον οποίο πραγματοποιείται. Η κυβερνητική επιλογή για διευθέτηση των κόκκινων δανείων των τραπεζών μέσω των προγραμμάτων Ηρακλής Ι και ΙΙ, αντί μέσω της δημιουργίας μίας bad bank, και η ταυτόχρονη ανάγκη να διασφαλιστεί η κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας κάνουν την αύξηση κεφαλαίου κατά 1 δισ. ευρώ αναπόδραστη. Η αναβολή τής αναπόφευκτης αύξησης για κάποιους μήνες ίσως θα είχε κάποιο νόημα εάν αποδεχτούμε το κυβερνητικό (αλλά όχι μόνο) αφήγημα ότι σε 3-4 μήνες τα πράγματα θα είναι πιο ευνοϊκά για την οικονομία. Κανείς όμως δεν μπορεί να το ξέρει αυτό, ιδιαίτερα σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, όπως αυτή που διανύουμε: τα πράγματα μπορεί να είναι καλύτερα, μπορεί όμως να είναι και χειρότερα. Άρα, από τη στιγμή που η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να γίνει, ας γίνει και τώρα – δεν είναι αυτό το θέμα.
Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η ΑΜΚ της Πειραιώς. Αυτό είναι το επίδικο. Και λέω «ο τρόπος που θα γίνει» διότι βρισκόμαστε σε μία «ωραία κατάσταση» όπου η απόφαση για την αύξηση ανακοινώθηκε μεν στις 16/3, δε συνοδεύτηκε όμως και από τους κανόνες που θα τη διέπουν! Ο προσδιορισμός τους παραπέμφθηκε προς απόφαση στη ΓΣ μετόχων τρεις βδομάδες μετά, στις 7/4! Ο χειρισμός αυτός – ο οποίος δε μπορεί να έγινε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, αφού το δημόσιο είναι, μέσω του ΤΧΣ, ο βασικός μέτοχος με 61% – είχε και έχει ως αποτέλεσμα τη διακίνηση φημών και διαρροών που κατακρήμνισαν την τιμή της μετοχής. Το εάν αυτό ήταν στοχευμένο ή όχι, το εάν έγιναν «παιγνίδια» με την τιμή της μετοχής, της οποίας η διακύμανση πριν και αμέσως μετά την αναγγελία της ΑΜΚ ήταν πολύ έντονη, το εάν υπήρχε εσωτερική πληροφόρηση και κάποιοι (εννοώ funds) πούλησαν «στα ψηλά» για να μπουν «στα χαμηλά», αποτελούν θέματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. (Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, τον γέλωτα που η τελευταία φράση ενδεχομένως προκαλέσει).
Σε κάθε περίπτωση, αυτή τη στιγμή δε γνωρίζουμε το πώς θα γίνει η ΑΜΚ της Πειραιώς. Υπάρχουν δύο επιλογές, δύο δρόμοι. Ο ένας είναι αυτός που, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ακολουθήθηκε/ακολουθείται από όλες τις χώρες στην παρέα των οποίων, υποτίθεται, ότι θέλουμε να ανήκουμε και ο οποίος διασφαλίζει τα συμφέροντα του δημοσίου, τα συμφέροντα της τράπεζας και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος. Αποτελείται, χονδρικά, από δύο πυλώνες:
(α) η ΑΜΚ γίνεται υπέρ των παλαιών μετόχων. Αυτό σημαίνει ότι το ΤΧΣ θα συνεισφέρει 610 εκατ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 400 εκατ. θα προέλθουν από ιδιώτες. Η συμμετοχή του ΤΧΣ κατά το ποσοστό του (61%) συνιστά μηχανισμό εγγύησης της επιτυχούς αύξησης (backstop). Εάν υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση από ιδιώτες, δηλ. πάνω από 400 εκατ., τίποτε δεν εμποδίζει το ΤΧΣ να μειώσει κατ’ ανάλογο τρόπο την τελική συμμετοχή του στην αύξηση,
(β) την ΑΜΚ θα εγγυηθούν ως «ασφαλιστές» (underwriters) μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι. Αν και αυτή η υπηρεσία δεν παρέχεται δωρεάν, το κόστος δε θα είναι υψηλό (ειδικά από τη στιγμή που το ΤΧΣ θα συμμετέχει κατά το 61%) και, σε κάθε περίπτωση, το όφελος που θα προκύψει από μία επιτυχή αύξηση θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Οι δύο ανωτέρω (παγκοίνως γνωστοί) κανόνες, εάν εφαρμοστούν, θα εγγυηθούν την ομαλή και επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση της Πειραιώς. Σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι τα τέλη του 2022, καθώς η εξυγίανση της Πειραιώς θα έχει προχωρήσει και η τιμή της θα έχει ανακάμψει, το ΤΧΣ μπορεί να αρχίζει να μειώνει τη συμμετοχή του μέχρι μηδενισμού της, όπως επιβάλλεται από τον SSM, ανακτώντας κάποια από τα κεφάλαια που κατά το παρελθόν έχει συνεισφέρει ο φορολογούμενος στις ανακεφαλαιοποιήσεις της τράπεζας.
Αυτό που περιέγραψα παραπάνω είναι αυτό που θα αποκαλούσα «συντεταγμένη στρατηγική εξόδου» του ΤΧΣ, για να χρησιμοποιήσω τη έκφραση του υφυπουργού Οικονομικών κ. Ζαββού στη σχετική συζήτηση στη Βουλή στις 8/3. Δε γνωρίζω όμως, αντιθέτως αμφιβάλλω, εάν οι απόψεις μας συμπίπτουν. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η κυβέρνηση έχει στο νου της τον άλλο, τον δεύτερο δρόμο. Αυτόν που έχουν περιγράψει διάφορα δημοσιεύματα, ο οποίος θυμίζει πολύ την ανακεφαλαιοποίηση του Δεκεμβρίου 2015 και οποίος συνίσταται, χοντρικά, στα εξής:
(α) εξαΰλωση της συμμετοχής των παλαιών μετόχων, συμπεριλαμβανομένου του ΤΧΣ, με reverse split 16,5 φορές (δηλαδή εάν κάποιος έχει 33 μετοχές θα μείνει με 2), και
(β) ακολούθως, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με βιβλία προσφορών εσωτερικού και εξωτερικού, χωρίς συμμετοχή του ΤΧΣ.
Δεν είναι μόνο ότι ακολουθώντας τον δρόμο αυτό καταστρέφονται οι παλιοί μέτοχοι, συμπεριλαμβανομένου του ΤΧΣ, δηλαδή του δημοσίου. Είναι και το εξής: τι είδους επενδυτές θα είναι εκείνοι που θα «βάλουν τα λεφτά τους» σε μία τράπεζα που έχει, όχι μόνο μία φορά στο παρελθόν αλλά επανειλημμένα, εξαϋλώσει τους μετόχους της; Σοβαροί επενδυτές; Το βλέπω δύσκολο. Το πιθανότερο, θα πρόκειται για επενδυτικά κεφάλαια (funds) που θα επενδύσουν με σκοπό το γρήγορο κέρδος και την έξοδο. Εάν, μάλιστα, αυτά τα funds τύχει να είναι από εκείνα που προσφάτως πούλησαν «στα ψηλά», το θέμα θα λάβει μία πολύ άσχημη τροπή – το λέω ευγενικά.
Αναμένω τη ΓΣ των μετόχων στις 7/4. Και ενδεχομένως να επανέλθω. Από τη σημερινή, πάντως, συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για το θέμα δε διαφωτιστήκαμε σε κάτι, ειδικά από την κυβέρνηση. Εκτός του ότι, όπως διαβεβαίωσαν αρμοδίως, το ΤΧΣ είναι ανεξάρτητο από την κυβέρνηση! Δύσκολες μέρες περνάμε, δε λέω, και η ευθυμία που δημιουργεί η (άτσαλη) προσπάθεια της κυβέρνησης να «τραβήξει την ουρά της» καλοδεχούμενη είναι!
Καλόν πάντως είναι να θυμηθεί ο κ. Μητσοτάκης τι έλεγε στη Βουλή, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, τον Δεκέμβριο του 2015 για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και, ειδικότερα, για εκείνη της Πειραιώς. Αναρωτιέμαι μήπως, ως ιστορική ειρωνεία, χρειαστεί να χρησιμοποιήσει ως πρωθυπουργός σήμερα, έξι χρόνια μετά, τις τότε απαντήσεις που του έδωσε ο κ. Τσακαλώτος!