Η χρεωκοπία της χώρας δεν ήταν αρκετή, η δεκαετής οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση επίσης. Ούτε η πανδημία και η τουρκική προκλητικότητα. Μόνο, ίσως, κάποια απωθημένα από παλιά, για να μιλήσει ο πρώην Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Χρήσιμο όμως και αυτό, για να κάνουμε μετά από 20 χρόνια – και μάλιστα σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία για τα εθνικά μας θέματα – έναν ιστορικό απολογισμό της ταυτότητας, της αντίληψης, αλλά και της στάσης του καθενός στις διαχρονικές προκλήσεις τους.
Γιατί δεν είναι μόνο το μοντέλο της δημιουργικής και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ Σημίτη – Παπανδρέου, που επανατοποθετεί την Ελλάδα στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη, δεν είναι μόνο η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι πολύ περισσότερο μία ταυτοτική προσέγγιση για την αντίληψη των εθνικών μας θεμάτων, που θα μπορούσε απαράλλαχτη να ανταποκρίνεται με ακρίβεια στη σημερινή συγκυρία.
Πρώτο σημείο αναφοράς, η καθοριστική στρατηγική για «κοινοτικοποίηση» έναντι της «διμεροποίησης» των διαφορών μας με την Τουρκία. Η ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ένα νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και η αξιοποίηση του συντριπτικού μας πλεονεκτήματος ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον πολλαπλασιασμό της πολιτικής, διπλωματικής αλλά και αμυντικής ισχύος της Ελλάδας.
Δεύτερο, η σύνδεση της ευρωπαϊκής διάστασης με την επιβολή δεσμεύσεων προς την Τουρκία – κυρώσεις θα τις λέγαμε σήμερα – ως προς την εσωτερική και εξωτερική της λειτουργία. Συνδέοντας την ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας με τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της χώρας, τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας. Υπερτονίζοντας την υπεράσπιση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ έναντι οποιασδήποτε μορφής χρήσης ή απειλής βίας.
Τρίτον, η οριοθέτηση αυτών με τον θεσμικό χαρακτήρα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, μέσα από το διαδικαστικό και ουσιαστικό δεσμευτικό πλαίσιο που μπορούσε να οδηγήσει στην από κοινού προσφυγή στη Χάγη πριν την έναρξη διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.
Και φυσικά, η πρόταξη της ουσίας έναντι του συμβολισμού. Γιατί η εξωτερική πολιτική, και μάλιστα στο κρίσιμο γεωστρατηγικό σταυροδρόμι της τομής Ευρώπης, Βαλκανίων, Δυτικής Ασίας, και μάλιστα με εγγύτητα στην υπερευαίσθητη Μέση Ανατολή, εκπροσωπώντας το φυσικό, θεσμικό αλλά και πολιτισμικό σύνορο της Ευρώπης, δεν μπορεί να γίνεται με όρους «κουμπαριάς», αναβλητικότητας, αδράνειας και στείρας συνθηματολογίας. Ούτε με την «ασφαλή» στρατηγική της μετακύλισης των «αγκαθιών» προς τα πίσω, όπως έγινε με την έναρξη – μετά το 2004 – των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία χωρίς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Με αποτέλεσμα, σήμερα, τη διαιώνιση του προβλήματος, τη διόγκωση της επιθετικότητας, την όξυνση της ρητορικής και των τουρκικών προκλήσεων και διεκδικήσεων.
Σήμερα, λοιπόν, με την ασφάλεια της 20ετούς απόστασης, μπορούμε να διατυπώσουμε ξανά, σε μία εποχή με εντελώς διαφορετικά δεδομένα, τι σημαίνει σύγχρονος πατριωτισμός. Που ξεκινάει με την ρόλο της Ευρώπης, έχει χαρακτηριστικά εξωστρεφή, δημιουργικά και ενεργητικά, λειτουργεί θεσμικά, βάζει όρια σαφή και στέλνει το μήνυμα πως το αδιαπραγμάτευτο των εθνικών μας συμφερόντων, της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, δεν φτάνει απλά να το διαλαλούμε. Επιβάλλεται να το διατρανώνουμε και να το θωρακίζουμε. Και αυτό θέλει συστηματικότητα, συνέπεια, καθαρότητα και επιμονή.
Ίσως το ακούσουμε αυτό στο μήνυμα της επόμενης δεκαετίας από τον λαλίστατο τέως. Μόνο να μην είναι αργά.