Με τον φόβο επικράτησης των μεταλλάξεων κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο, η επιστημονική κοινότητα επισημαίνει την ανάγκη για επιτάχυνση των εμβολιασμών του πληθυσμού διεθνώς, επιτήρηση της πανδημίας και άμεση προσαρμογή των εμβολίων τα νέα, επικίνδυνα στελέχη του ιού.
Την άποψη αυτή συμμερίζεται ο καθηγητής Ιατρικής Ανοσολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ματθαίος Σπελέτας, σύμφωνα με ομιλία του σε διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Η Ανοσολογική έρευνα στη μάχη κατά της πανδημίας COVID-19». Ο καθηγητής σημείωσε παράλληλα ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο χρόνο θα διαρκεί η ανοσία που παρέχουν τα υπάρχοντα εμβόλια, όμως όπως όλα δείχνουν, θα χρειάζεται επαναληπτικός εμβολιασμός σε ετήσια βάση.
Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από συγκριτική μελέτη για την ανοσιακή απάντηση του ελληνικού πληθυσμού στα εμβόλια που είναι διαθέσιμα σήμερα, που διενεργείται από το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας και το Εργαστήριο Ανοσολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με την Δ’ Παθολογική Κλινική στο νοσοκομείο Αττικόν και το Εργαστήριο Μικροβιολογίας του ΕΚΠΑ και τους επικεφαλής τους καθηγητές Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Ματ. Σπελέτα, Σωτ. Τσιόδρα και Σ. Πουρνάρα, αντίστοιχα.
Τα πρώτα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης σύμφωνα με τον καθηγητή Σπελέτα, δείχνουν ότι τα εμβόλια παρέχουν ανοσία σχεδόν στο σύνολο του πληθυσμού που εμβολιάζεται (98,8%), έστω κι αν η ανοσία αυτή δεν είναι πλήρης. Είναι όμως αποτελεσματική, γιατί προφυλάσσει αποτελεσματικά από τη βαριά νόσηση. Αυτό που διαπιστώνεται όμως είναι ότι η παραγωγή αντισωμάτων είναι καλύτερη στις νεότερες ηλικίες, με αποτέλεσμα να είναι ανάγκη να γίνεται η δεύτερη δόση στους ηλικιωμένους το συντομότερο δυνατό, καθώς τα αντισώματα χάνονται με την πάροδο του χρόνου.
Η μελέτη πρόκειται να διερευνήσει την ανοσία που παρέχει το κάθε ένα από τα εμβόλια που κυκλοφορούν, ξεχωριστά, τόσο σε ότι αφορά τα αντισώματα όσο και σε ότι αφορά την κυτταρική ανοσία που παρέχουν, προκειμένου να εντοπιστούν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των εμβολίων, αλλά και μεταξύ των ανθρώπων που εμβολιάζονται, ανάλογα με την ηλικία, το γενετικό ή το νοσολογικό υπόστρωμα των εμβολιαζομένων.
Στη μελέτη αναμένεται να μετέχουν 900-1500 άτομα, χωρισμένα σε τρεις ηλικιακές ομάδες 20-49 ετών, 50-70 ετών και άνω των 70 ετών. Στους συμμετέχοντες γίνεται αιμοληψία την πρώτη ημέρα του εμβολιασμού, την 21η και 42η μέρα, τον 3ο, 6ο , 9ο και 12ο μήνα μετά τον εμβολιασμό.
Βάσει των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων, το 99% των ατόμων είχαν ικανοποιητικές αντισωματικές απαντήσεις, με εξαίρεση δύο άτομα που έπασχαν από αυτοάνοσο νόσημα.
Ήδη έχουν αντληθεί δεδομένα για τα 283 από τα 750 άτομα που έχουν ενταχθεί ως τώρα στη μελέτη, και τα οποία έχουν εμβολιαστεί με τα εμβόλια των Pfizer/BionTech, Moderna και AstraZeneka, αν και για τα τελευταία υπάρχουν ακόμη πολύ λίγα στοιχεία, ενώ αναμένεται να συμπεριληφθούν στη μελέτη και άτομα που θα κάνουν το εμβόλιο της Johnson & Johnson.
Από τη μέχρι τώρα μελέτη, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η παραγωγή αντισωμάτων μετά το εμβόλιο της Pfizer/BionTech ήταν στατιστικά υψηλότερη σε σχέση με το εμβόλιο της AstraZeneka τόσο στην 21η, όσο και στη 42η ημέρα.
Την ίδια ώρα όμως, παρότι δεν παρέχεται πλήρης ανοσία, άρα μπορεί κάποιος πολίτης που έχει εμβολιαστεί να κολλήσει και να νοσήσει από τον ιό, εντούτοις η κάλυψη είναι απόλυτα ικανοποιητική.
Η διαπίστωση έγινε από γυναίκα 56 ετών που είχε εμβολιαστεί και κόλλησε από το γιό της ενώ είχε προλάβει η ίδια να εμβολιαστεί δυο μήνες νωρίτερα. Η γυναίκα κόλλησε από τη βρετανική μετάλλαξη, και το μόνο σύμπτωμα από τη νόσο ήταν μια ελαφρά ανοσμία.
πηγή: www.in.gr