Τα «μεγάλα έργα» του Χαρίλαου Τρικούπη δεν οδήγησαν στην οικονομική άνθηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά στην πτώχευση του 1893. Τα «μεγάλα έργα» του (ύστερου) Ελευθέριου Βενιζέλου είχαν και αυτά ως απόληξη την πτώχευση του 1932. Και η εκτεταμένη δημιουργία υποδομών και τα «μεγάλα έργα» του 2004 δεν απέτρεψαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2004-2009 και την πτώχευση του 2010.
Η ιστορία της ελληνικής οικονομίας μιλά εύγλωττα και εξηγεί πώς τα «μεγάλα έργα» και η μαζική εισροή κονδυλίων στην χώρα δεν επιφέρουν, κατ’ ανάγκην τουλάχιστον, την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, ότι τα μεγάλα έργα και οι υποδομές δεν είναι απαραίτητα, ούτε πως η εισροή κεφαλαίων με δανεισμό ή με χορηγίες είναι καταστροφική από μόνη της. Σημαίνει, όμως, ότι το μυστικό της οικονομικής επιτυχίας μίας χώρας βρίσκεται κάπου αλλού. Σημαίνει, δηλαδή, ότι τα πολυπόθητα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, δάνεια ή επιχορηγήσεις, δεν αρκούν από μόνα τους για να ανατάξουν την ελληνική οικονομία, όπως δεν ήρκεσαν και άλλες σημαντικές εισροές και υψηλές δαπάνες στο παρελθόν.
Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να πέσουν σε εύφορο έδαφος και να χρησιμοποιηθούν σωστά για να έχουν αποτέλεσμα. Και «εύφορο έδαφος» για την οικονομική ανάπτυξη σημαίνει, μεταξύ άλλων, να λειτουργούν οι «αγορές» σωστά. Όμως, οι αγορές κεφαλαίου, εργασίας και προϊόντων ποτέ δε λειτούργησαν σωστά στη χώρα μας γιατί ήταν πάντοτε υπερ-ρυθμισμένες, δηλαδή πλήρως διαστρεβλωμένες από υστερόβουλα παρασιτικά συμφέροντα που διέθεταν πολιτική ισχύ. Αποτέλεσμα ήταν να μην κατανέμουν τους διαθέσιμους πόρους αποτελεσματικά και να μην χρησιμοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την δυνητική παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.
Αυτό θα συμβεί και με τα κονδύλια που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, εάν δε διορθωθούν οι διαχρονικές δομικές παραμορφώσεις της οικονομίας μας. Διότι μπορεί, μεν, τα τελευταία χρόνια, εντός και εκτός Μνημονίων, να έχει υπάρξει μία μικρή μεταρρυθμιστική
πρόοδος, πλην όμως σήμερα στις διαχρονικά υφιστάμενες στρεβλώσεις έχει προστεθεί και μία ακόμη, μείζονος σημασίας: το συσσωρευμένο ιδιωτικό χρέος που δεν εξυπηρετείται.
Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος είναι, ταυτοχρόνως, και σύμπτωμα και αιτία δυσλειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Σύμπτωμα, γιατί αποκρυσταλλώνει το γεγονός πως για πολλές δεκαετίες οι διαθέσιμοι πόροι διοχετεύτηκαν με λάθος τρόπο σε λάθος τομείς και κλάδους, εξαιτίας λανθασμένων οικονομικών πολιτικών αλλά και διαχρονικών λειτουργικών παραμορφώσεων της οικονομίας. Αιτία, διότι το μη εξυπηρετούμενο χρέος αντιπροσωπεύει το τμήμα εκείνο των οικονομικών εγχειρημάτων που, ενώ έχουν αποτύχει πλήρως, παραμένουν στην οικονομική δραστηριότητα δεσμεύοντας πολύτιμους πόρους και δημιουργώντας εμπόδια σε όσα οικονομικά εγχειρήματα είναι υγιή και θα μπορούσαν να ωθήσουν την οικονομία στην κατεύθυνση της ανάπτυξης.
Μία υγιής επιχείρηση, για παράδειγμα, η οποία προσφέρει αξιόπιστες θέσεις εργασίας, εξυπηρετεί όλες τις υποχρεώσεις της – προς τους εργαζομένους της, τους προμηθευτές της, το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες – και έχει αναπτυξιακή δυναμική, δεν μπορεί να επεκταθεί και να αυξήσει το μερίδιό της στην εσωτερική αγορά αυξάνοντας, ταυτοχρόνως, την παροχή υγιών θέσεων εργασίας με νέες προσλήψεις, τη συμβολή της με τους φόρους της στα δημόσια οικονομικά αλλά και τις εισφορές της στα ασφαλιστικά ταμεία, διότι την ανταγωνίζεται, αθέμιτα και αντικανονικά, διατηρώντας ένα μερίδιο της αγοράς, μία πτωχευμένη στην πραγματικότητα επιχείρηση της οποίας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είναι ότι δεν εξυπηρετεί τα δάνειά της στην τράπεζα, καθυστερεί τις πληρωμές των προμηθευτών της και την καταβολή των μισθών στους εργαζόμενους της, ενώ έχει χρόνια να καταβάλει εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και φόρους στο δημόσιο.
Δε μιλάμε, ασφαλώς, για χρέη που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της αναγκαστικής αργίας που έφερε σε πολλούς κλάδους η πανδημία: έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι αυτά θα πρέπει να παραγραφούν σχεδόν στο σύνολό τους, τόσο το χρέος πανδημίας του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα – που στο θέμα αυτό είναι απολύτως συνδεδεμένοι μεταξύ τους, ως συγκοινωνούντα δοχεία. Μιλάμε για τα χρέη που υπήρξαν μέχρι και την έναρξη της πανδημίας και για τα οποία η δημαγωγική πολιτευτική προσέγγιση, κυρίαρχη και στην αριστερά και στη
δεξιά, προωθεί μονίμως και παγίως τις «διευκολύνσεις» και τους «χαρισμούς» ως δήθεν φιλολαϊκή πολιτική. Οι «διευκολύνσεις», όμως, δεν είναι μόνο αντιαναπτυξιακές. Είναι επίσης, και κυρίως, αντιλαϊκές και κοινωνικά άδικες γιατί επιβαρύνουν τις υγιείς επιχειρήσεις, επιβαρύνουν τους συνεπείς φορολογούμενους και επιβαρύνουν επίσης τους ανέργους αλλά και τους εργαζόμενους.
Μόνη πραγματικά φιλολαϊκή πολιτική (και, επιπλέον, ορθή οικονομική πολιτική) είναι η, με τον κατάλληλο τρόπο, σταδιακή και μεθοδευμένη διευθέτηση όλων των μη εξυπηρετούμενων χρεών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την αρχή της πανδημίας. Όχι βέβαια με τον χαρισμό τους και με νέες υπερ-διευκολύνσεις, αλλά με τη ρευστοποίηση όσων οικονομικών εγχειρημάτων έχουν αποτύχει και τα οποία το μόνο που κάνουν είναι να αποτελούν βαρίδια στην προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να αναπτυχθεί.
Οικονομικά εγχειρήματα που έχουν αποτύχει δεν είναι, ασφαλώς, το 80% των οφειλετών που το χρέος τους δεν ξεπερνάει τα 2.000 ευρώ, αλλά το υπόλοιπο 20% το οποίο βαρύνεται με το μεγάλο ποσοστό του ιδιωτικού χρέους. Επίσης, οικονομικά εγχειρήματα που έχουν αποτύχει δεν είναι επιχειρήσεις που βρίσκονται στις παρυφές της χρεοκοπίας και για τις οποίες θα πρέπει να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα, επιτέλους, μία σοβαρή προ-πτωχευτική διαδικασία διευθέτησης των προβλημάτων τους, αλλά όσες επιχειρήσεις είναι πραγματικά «ζόμπι», δηλαδή όσες συνεχίζουν να λειτουργούν παρ’ ό,τι τα χρέη τους ξεπερνούν κατά πολύ τα πιθανά έσοδα από ρευστοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού τους. Αυτές είναι που πρέπει να ρευστοποιηθούν, όχι τόσο για τα έσοδα που θα αποφέρουν αλλά για να ανοίξουν τον δρόμο στις υγιείς επιχειρήσεις, στα υγιή κύτταρα της οικονομίας. Το δίχτυ προστασίας που έχει δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του Covid-19 πρέπει να αξιοποιηθεί στην περίπτωση αυτή για την υποστήριξη των εργαζομένων που προσωρινά θα χάσουν την δουλειά τους. Υποστήριξη όχι μόνο οικονομική αλλά και, ενδεχομένως, κατάρτισης σε νέες δεξιότητες, μέχρι να βρουν μία καλύτερα αμειβόμενη και πιο ασφαλή θέση εργασίας στον νέο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης που μπορεί να υπάρξει, εάν το ζήτημα του χρέους αντιμετωπισθεί με την επιβαλλόμενη λογική.
Η οικονομική έρευνα έχει διαπιστώσει ότι το 50% της αύξησης που εμφανίζεται κάθε χρόνο στις υγιώς αναπτυσσόμενες οικονομίες οφείλεται στις νέες επενδύσεις, δηλαδή στη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων που φέρνουν νέο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και, ίσως, νέα τεχνολογία, νέες ιδέες και νέα προϊόντα. (Επενδύσεις, δηλαδή, που μακάρι να είχαμε κι εμείς, αλλά που, προς το παρόν, υπάρχουν μόνο στα όνειρά μας ή είναι ελαχιστότατες). Όμως, το υπόλοιπο 50% της αύξησης οφείλεται στην αναδιάταξη του υπάρχοντος δυναμικού της οικονομίας κατά πιο αποτελεσματικό τρόπο, δηλαδή στην επέκταση των κερδοφόρων επιχειρήσεων εις βάρος των μη κερδοφόρων και αποτυχημένων.
Έτσι προχώρησε η ανάπτυξη και στηρίχτηκε η ευημερία των πολιτών σε όλες τις προηγμένες οικονομίες: με τη ρευστοποίηση των οικονομικά αποτυχημένων και, για αυτόν τον λόγο, υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, προς όφελος των επιτυχημένων και των κερδοφόρων. Προφανώς το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς, εάν θέλουμε να βγούμε κάποτε από την κρίση.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Συγγραφείς του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική.