Οι διαδικασίες για τις εκλογή προέδρου του Κινήματος Αλλαγής είναι σχετικά μακριά. Όσο μακρινός είναι ο Νοέμβριος. Ωστόσο στην άτυπη εσωκομματική προεκλογική περίοδο πού με κάποιο τρόπο ξεκίνησε ο κίνδυνος να αποπροσανατολιστεί ο διάλογος για την προοπτική του κοινού φορέα της Κεντροαριστεράς είναι υπαρκτός.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η καταγραφή του ΚΙΝΑΛ ως τρίτου κόμματος στην χώρα ήταν μια θετική ένδειξη μετά τις περιπέτειες του ΠΑΣΟΚ. Η δημοσκοπική σταθερότητα (ή αν κάποιος την ονομάσει στασιμότητα ή και μικρή υποχώρηση) δείχνει πάντως μία δυσκολία για την σοβαρή αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Υπάρχουν προφανώς εξωγενείς παράγοντες για αυτή την εικόνα οι οποίοι αφορούν την προσπάθεια εμπέδωσης ενός νέου καχεκτικού δικομματισμού πού επικοινωνιακά ωφελεί την ΝΔ και στηρίζεται από τα περισσότερα ΜΜΕ. Υπάρχουν παράλληλα επιθετικά σχέδια αποδυνάμωσης του ΚΙΝΑΛ από τα ανταγωνιστικά κόμματα με «μετάγραφες» στελεχών ποδοσφαιρικού τύπου στο όνομα της εξουσίας ή της προσδοκίας κυβερνητικών ρόλων. Αυτά τα εμπόδια όμως δεν αποτελούν την μόνη εξήγηση για την δημοσκοπική καταγραφή του ΚΙΝΑΛ. Υπάρχουν και σημαντικά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την εσωστρέφεια και την αδύναμη επαφή με τους πολίτες και τα κινήματα. Ένα κόμμα- στούντιο με μοναδικό όπλο τις τηλεοπτικές οθόνες δεν επικοινωνεί με την κοινωνική κινητικότητα. Ο κυβερνητισμός από το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ δυσκολεύει την προσήλωση στις κοινωνικές αναφορές ιδιαίτερα στα φτωχά στρώματα.
Η αντιπαράθεση με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί ισχυρή αυτοπεποίθησή, αντοχή στην ιδεολογική σύγκρουση, υπέρβαση των αντιλήψεων συμπληρωματικού ρόλου. Πάνω από όλα απαιτεί ένα συνεκτικό αφήγημα με επίκεντρο την σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, με τα δυναμικά τμήματα της κοινωνίας, με την νέα γενιά. Αυτό το αφήγημα σε εποχές αμφισβήτησης του κομματικού συστήματος απαιτεί μεγάλες δόσεις εκσυγχρονισμού και νεωτερικότητας. Για να επιβεβαιώνει τον ορίζοντα προς το μέλλον και όχι την προσκόλληση στην ιστορία. Από αυτή την άποψη η περίπτωση να περιοριστεί το πολιτικό σχέδιο του ΚΙΝΑΛ στην υπόθεση με την λεγομένη «επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ» και στα ιστορικά σύμβολα περιορίζει και δεν ανοίγει το παιχνίδι. Με δεδομένο ότι στις εσωκομματικές διαδικασίες το πιο κοντινό ακροατήριο φαίνεται αυτό των μελών του ΠΑΣΟΚ η επίκληση της επιστροφής στην νοσταλγία της ιστορικότητας είναι μία όψη εσωκομματικού λαϊκισμού για εύκολες ψήφους στις κάλπες. Το ζήτημα όμως είναι να συνεχιστεί- παρά τις ανηφόρες και τις δυσκολίες- το εγχείρημα που ξεκίνησε το 2015 με την Δημοκρατική Συμπαράταξη, ενέπνευσε 210.000 πολίτες στην εκλογή αρχηγού το 2017, επικυρώθηκε πανηγυρικά στο συνέδριο του ΚΙΝΑΛ το 2019 και εγκρίθηκε από το ΠΑΣΟΚ στο δικό του συνέδριο στα τέλη του 2019. Ένα πλατύ σχήμα της Κεντροαριστεράς πού με ατμομηχανή το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει πρόσθετες δυνάμεις από το Προοδευτικό Κέντρο, την Ανανεωτική Αριστερά μέχρι και την Πολιτική Οικολογία. Ας θυμηθούμε δύο λαμπρές υπερβάσεις. Αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου από την Ένωση Κέντρου προς το ΠΑΣΟΚ και αυτή- έστω και με τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής- από την Κομμουνιστική Αριστερά στην ΕΔΑ.
Από εκεί και πέρα η συζήτηση για την προοπτική του ενιαίου φορέα της Ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να αφορά την πολιτική γραμμή, τις προγραμματικές θέσεις, την αποσαφήνιση των ιδεολογικών χαρακτηριστικών, την επαφή με την κοινωνία. Τα θέματα πού αφορούν τον τίτλο και τα σύμβολα είναι πραγματικά πιο «δεύτερα». Αφορούν πιθανά τον συναισθηματισμό αλλά δεν αφορούν τον σχεδιασμό για το μέλλον.
Δημοσίευση από “ΤΑ ΝΕΑ”