Η χώρα βρίσκεται σε μεταίχμιο. Βρίσκεται, δηλαδή, ανάμεσα στην παλαιά εποχή και τη νέα εποχή, ανάμεσα στον ορίζοντα του βιωμένου παρελθόντος και στον ορίζοντα του μέλλοντος που πρέπει να διαμορφωθεί, έναν ορίζοντα σχετικά άγνωστο της επερχόμενης εποχής, για την οποία η μόνη βεβαιότητά μας είναι ότι, όταν εγκατασταθεί, θα έχουν ανατραπεί οι πνευματικοί, πολιτικοί και διανοητικοί κώδικές μας.
Η Κεντροαριστερά βρίσκεται στο δικό της μεταίχμιο. Από την ικανότητά της να κατανοήσει τις αναγκαιότητες και να ορίσει έναν ορίζοντα βάσιμων προσδοκιών για την προοπτική της χώρας και των πολιτών, θα εξαρτηθεί όχι μόνον η δική της επιτυχία, αλλά και η επιτυχία της εθνικής μας πορείας προς το μέλλον.
Την τελευταία δεκαπενταετία, σοβαρά γεγονότα και ανατροπές οδηγούν τον πλανήτη και τη χώρα μας μπροστά σε νέα δεδομένα.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και η τωρινή κρίση της πανδημίας διέλυσαν τους συντηρητικούς μύθους περί της δυνατότητας των αγορών να αυτορυθμίζονται, αφού η διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας και η προστασία της δημόσιας υγείας στηρίχθηκαν στην άφθονη παροχή κρατικών πόρων και δημοσίου χρήματος. Η πανδημία, ακόμη, αλλάζει συνήθειες και πρότυπα συμπεριφοράς, αλλάζει τις συνθήκες εργασίας και εκπαίδευσης, οι νέες τεχνολογίες και η ψηφιοποίηση επελαύνουν στην καθημερινότητά μας, με ευεργετικές συνέπειες, αλλά και ανησυχητικούς κινδύνους γι’ αυτήν.
Τέλος, η ελληνική κρίση χρέους άλλαξε δραματικά τους πολιτικούς συσχετισμούς στη χώρα μας, ενίσχυσε τις αντισυστημικές δοξασίες, αποδιάρθρωσε κάθε ίχνος συλλογικής συνείδησης και μετακίνησε τον ιδεολογικό άξονα της κοινωνίας σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις.
Στη διαχείριση των νέων αυτών δεδομένων, οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και έτοιμες, γιατί έχουν ήδη ανατραπεί οι πνευματικοί, πολιτικοί και διανοητικοί κώδικές μας. Τα πράγματα είναι δυσκολότερα για την παράταξη του δημοκρατικού σοσιαλισμού, γιατί, επιπρόσθετα, πρέπει ταχέως να υπερβεί τη δική της κρίση, ιδεολογική, πολιτική και εκλογική. Η πρόοδος της χώρας και των πολιτών της πάντοτε συνδέθηκε ιστορικά με την ακμή της δημοκρατικής παράταξης. Αυτό πρέπει να συμβεί και τώρα.
Για να πετύχουμε, έχουμε την υποχρέωση να απαντήσουμε σε θεμελιώδη ερωτήματα.
1.Αν η κλασσική σοσιαλδημοκρατία πέτυχε τον περίφημο «σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό», μετά το 1945, υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και του πνεύματος στα όρια του εθνικού κράτους, «συμβιβασμό» που ακύρωσε η παγκοσμιοποίηση, σε ποια κλίμακα μπορούμε σήμερα να πετύχουμε έναν νέο προοδευτικό και κοινωνικά δίκαιο συμβιβασμό, διορθώνοντας την «αγορά», σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας και της Δημοκρατίας;
2.Ενώ οι νεοφιλελεύθερες ιδέες αποδυναμώνονται και οι συντηρητικές δυνάμεις αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων κεϋνσιανές πολιτικές, γιατί δεν ενισχύονται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στον επιθυμητό βαθμό; Το ερώτημα γίνεται πιο πιεστικό στην Ελλάδα, όπου η εγχώρια Δεξιά ασκεί μια ασύνταχτη πολιτική, ένα μείγμα σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών και απροσχημάτιστης χρήσης δημοσίων πόρων, στο πλαίσιο, όμως, ελεγχόμενων πελατειακών δικτύων.
3.Ποιες είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που μπορούν να συγκροτήσουν και να στηρίξουν μια νέα προοδευτική πολιτική πλειοψηφία; Είναι η οριζόντια σύμπραξη όλων των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να υπαχθούν στη γενική έννοια των μη κυρίαρχων οικονομικά ομάδων ή η συμμαχία των πιο δημιουργικών δυνάμεων στο εσωτερικό κάθε κοινωνικής τάξης, που είναι αποφασισμένες να στηρίξουν συγκεκριμένα προγράμματα με μεταρρυθμιστική πνοή;
Το καθήκον των απαντήσεων στα ερωτήματα αυτά δεν ανήκει σε μια ηγεσία της δημοκρατικής παράταξης χαμηλών προσδοκιών και μικρών διευθετήσεων ούτε σε ηγεσία που φιλοδοξεί να μετατρέψει το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ σε συμπληρωματικό προς άλλο κόμμα φορέα ούτε, ακόμη, σε ηγεσία που η ικανότητά της εξαντλείται στη συγκρότηση οργανωτικών μηχανισμών.
Το καθήκον αυτό ανήκει σε μια ολότελα διαφορετική ηγεσία.