H Χώρα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης διήλθε από σημαντικές ιστορικές περιόδους που σηματοδότησαν τις φάσεις εξέλιξης της Ελληνικής κοινωνίας.
Η πρώτη φάση συμπυκνώνεται στο σύνθημα της “Αλλαγής”, που διατυπώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με το σύνθημα αυτό συντάχθηκαν σημαντικά τμήματα της κοινωνίας προκειμένου να συμμετάσχουν στην αναδιανομή του εθνικού πλούτου καθώς και τμήματα της κοινωνίας που είχαν υποστεί διώξεις και ταπεινώσεις από το μετεμφυλιακό κράτος. Επίσης, κατεβλήθη σημαντική προσπάθεια προκειμένου να χτιστούν σύγχρονα για την εποχή συστήματα δημόσιας παιδείας και υγείας που θα παρείχαν μόρφωση και περίθαλψη σε όλους.
Η δεύτερη φάση επήλθε με την απαίτηση του “Εκσυγχρονισμού” της Ελληνικής κοινωνίας που διατυπώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και που με την αποδοχή του από τα πιο δυναμικά τμήματα της κοινωνίας οδήγησε σε σημαντικές τομές. Κυρίαρχο μέλημα ήταν η διαμόρφωση μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής που αποσκοπούσε στην ισχυροποίηση της θέσης της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να καταστεί ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον προς όφελος των πολιτών. Σε αυτή τη κατεύθυνση ετέθη και επετεύχθη ο κεντρικός στόχος της ένταξης της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και η συνακόλουθη σταθερότητα της οικονομίας. Επιπλέον, κεντρική πολιτική ήταν να διαμορφωθεί ένα νέο κοινωνικό κράτος που να αποσκοπεί πλέον στην υπέρβαση του κλασικού μοντέλου της βοήθειας προς αναξιοπαθούντες, μέσω της διαμόρφωσης μιας κοινωνίας περισσότερο δίκαιης, περισσότερο συνεκτικής, περισσότερο αλληλέγγυας.
Η τρίτη και τελευταία κατά την άποψη μου φάση επήλθε με την εμφάνιση της ελληνικής κρίσης χρέους το 2009, που προέκυψε κυρίως λόγω της αδιαφανούς και χωρίς μέτρο οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων της περιόδου 2004-09. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία, λόγω της έλλειψης ευελιξίας της νομισματικής πολιτικής, ως μέλος της Ευρωζώνης, να σταθεί αδύναμη απέναντι στις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που είχε κάνει την εμφάνιση της. Για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης και την “Επιβίωση” της Χώρας, όπως θα χαρακτήριζα την προσπάθεια της περιόδου που ακολούθησε, επιλέχτηκαν επώδυνα μέτρα που αφορούσαν περικοπές δαπανών, φορολογικές αλλαγές, αλλά και εφαρμογή τριών μέτρων διάσωσης, τα λεγόμενα “μνημόνια”.
Με την τρίτη φάση έκλεισε, κατά την γνώμη μου, οριστικά η ιστορική περίοδος της Μεταπολίτευσης, όπως την γνωρίσαμε, και ακολούθησε ένα διάστημα μέχρι και τις ημέρες μας, που ήταν διάστημα “Αναζήτησης” της νέας μας εθνικής ταυτότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Παρά τις εν γένει αδυναμίες της χώρας μας, πρέπει να τονίσουμε ότι εξακολουθούμε να έχουμε μια σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία, πλήρως ενσωματωμένη στους θεσμούς της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας. Επομένως, το μεγάλο στοίχημα είναι να αναζητήσουμε σήμερα τον νέο ρόλο μας στο διεθνές περιβάλλον και να διαμορφώσουμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν η χώρα να υπερβεί τις αδυναμίες της και να καταστεί σημαντικός παράγοντας οικονομικής ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας προς όφελος όλων των πολιτών της.
Ωστόσο, και στις τρεις φάσεις της Μεταπολίτευσης, όπως περιγράφηκαν ανωτέρω, σημαντικός παράγοντας υλοποίησης του προτάγματος της κάθε φάσης αποτέλεσε η μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη που εκφράστηκε κυρίαρχα από το ΠΑΣΟΚ. Ως γέννημα της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε αρχικά με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου να εκφράσει τις αγωνίες, τους προβληματισμούς και τα οράματα ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων και να αποτελέσει τον Δούρειο Ίππο που συνέβαλε στην κατάρρευση συντηρητικών πολιτικών και λογικών που είχαν επιβληθεί στην χώρα. Επίσης, το ΠΑΣΟΚ παρουσίαζε ανέκαθεν τη δυνατότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις της κάθε περιόδου διατυπώνοντας ένα σύγχρονο και προοδευτικό, για την κάθε εποχή, πολιτικό λόγο. Τόσο η Αλλαγή, όσο και ο Εκσυγχρονισμός αποτέλεσαν το πλέγμα προοδευτικών πολιτικών για την κάθε μία από τις δύο αυτές φάσεις της Μεταπολίτευσης. Ακόμη και για την τρίτη φάση, την φάση της Επιβίωσης, μια δεκαετία μετά από εκείνη την εποχή η μεγάλη πλειοψηφία του σημερινού πολιτικού συστήματος θεωρεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν αποτέλεσαν τις απαραίτητες συνθήκες που μας δίνουν σήμερα τη δυνατότητα να ορθοποδήσουμε και να διαμορφώσουμε με καλύτερους όρους πολιτικές που θα μας επιτρέψουν να πορευτούμε με ασφάλεια στο μέλλον. Επομένως, η διαχρονική δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Παράταξης να καθορίζει την έννοια της Προοδευτικής Διακυβέρνησης με γνώμονα το καλό της πατρίδας αποτέλεσε το κλειδί της πολιτικής κυριαρχίας του και της ευημερίας της χώρας για τρεις περίπου δεκαετίες.
Σήμερα, μετά από μια δεκαετή περίοδο που ως χώρα βιώσαμε έντονα την οικονομική κρίση και μετά από μια διετία που εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε, ως παγκόσμια κοινότητα, έναν πρωτόγνωρο κίνδυνο, τον κορονοϊό, ήρθε η στιγμή χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες να διαμορφώσουμε έναν σύγχρονο προοδευτικό λόγο για την Ελλάδα του αύριο. Η στιγμή είναι πλέον η κατάλληλη γιατί ο προοδευτικός κόσμος της χώρας περιμένει καθώς αδυνατεί να συνταχθεί με τη Συντήρηση που εκφράζεται μέσω της παραδοσιακής δεξιάς αντίληψης της ΝΔ, αλλά και της αριστερίστικης πολιτικής του λαϊκίστικού μορφώματος του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα επομένως έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες για να διατυπωθούν με τόλμη ξεκάθαρα νέες προοδευτικές προτάσεις σε καίριους τομείς, όπως στην οικονομία, στην παιδεία και στην υγεία, προς όφελος όλων των πολιτών και όχι των λίγων.
Αυτή η περίοδος αποτελεί ίσως τη χρυσή ευκαιρία του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ να πείσει τους προοδευτικούς πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, κεντροαριστεροί, κεντρώοι ή κεντροδεξιοί πως υπάρχει εναλλακτική προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης. Είναι η ώρα να γίνει με τόλμη σε κάθε θεματική η διάκριση της προοδευτικής από τη συντηρητική πολιτική και να υιοθετηθούν προτάσεις που θα πείσουν για το προοδευτικό περιεχόμενο τους. Η εκλογή Προέδρου στο ΚΙΝΑΛ σηματοδοτεί κατά την άποψή μου μια ευκαιρία να συνδεθεί ξανά το ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ με τα πιο δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που θα αποτελέσουν τους αυριανούς συμμάχους στην προσπάθεια “Αναγέννησης” της ελληνικής κοινωνίας.
Επομένως, στην προσπάθεια αυτή καλούμαστε όλοι να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος από τους υποψήφιους Προέδρους θεωρούμε ότι μπορεί να εγγυηθεί αυτό το προοδευτικό πρόσημο μια παράταξης που με τις πολιτικές της θα δώσει στους πολίτες της χώρας ελπίδα για το αύριο και δεν θα αποτελέσει απλώς το συμπλήρωμα της συντηρητικής ΝΔ ή του αριστερίστικου μορφώματος του ΣΥΡΙΖΑ. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται ένα άφθαρτο πρόσωπο που δεν κουβαλάει τις “αμαρτίες” του παρελθόντος, που λόγω ηλικίας θα σηματοδοτήσει την αναγέννηση και την διάθεση επανασύνδεσης με τη νέα γενιά και τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας, ένα πρόσωπο που έχει στηρίξει τη Δημοκρατική Παράταξη στις δύσκολες εποχές χωρίς να την εγκαταλείψει και που λόγω της Ευρωπαϊκής εμπειρίας του μπορεί να υποδείξει τον δρόμο προς ένα άλλο πρότυπο κοινωνικής και πολιτικής διακυβέρνησης. Το πρόσωπο που πληροί αυτά τα χαρακτηριστικά είναι, κατά την άποψη μου, ο Νίκος Ανδρουλάκης.