Στις 26-28 Οκτωβρίου 2020 συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από τότε που με τον πατέρα μου επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη, την πόλη που εκείνος γεννήθηκε από τους γονείς του Έλληνες μετανάστες από τη Δυτική Μακεδονία που μετοίκησαν εκεί την περίοδο 1930-1955. Ανθρώπους δηλαδή που πραγμάτωσαν με τον δικό τους τρόπο την Ελληνο-Τουρκική Φιλία του 1930, μέχρι τη λήξη της με τα τραγικά γεγονότα των Σεπτεμβριανών.
Στην Κωνσταντινούπολη εξ’ άλλου υπήρχε εκείνη τη περίοδο η μεγάλη κοινότητα των Ρωμιών από αρχαιοτάτων χρόνων και των Ελλήνων που συνέρρεαν διαχρονικά μετά την Επανάσταση του ’21 για ένα καλύτερο αύριο καθώς η Πόλη ήταν πάντοτε ένα κοσμοπολίτικο κέντρο το οποίο παρουσίαζε την μέγιστη οικονομική δραστηριότητα της Νοτιανατολικής Μεσογείου. Εκτός όμως από την παρουσία του Μείζονος Ελληνισμού, υπήρχε εντός της και η παρουσία-προβολή των μικρότερων τοπικών κοινοτήτων των Ελλήνων που οργανώθηκαν για τους προφανείς λόγους της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας σε ένα ξένο γι’ αυτούς τόπο.
Μια από αυτές τις κοινότητες ήταν αυτή των Δυτικομακεδόνων, οι οποίοι συσπειρώθηκαν αρκετά ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα καθώς επιφανείς αρχιτέκτονες, εργολάβοι και κτιστάδες, συμμετείχαν στην οικοδομική αναζωογόνηση της Κωνσταντινούπολης αμέσως μετά την περίοδο της περιόδου του Τανζιμάτ, της αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μπορεί κανείς να δει μέχρι και σήμερα ένα πολύ χαρακτηριστικό αποτύπωμα αυτής της δραστηριότητας σε πολλά κτήρια του Πέραν-Beyoğlu, στην πλατεία Taksim, στην İstiklal Caddesi, στη γειτονιά του Tarlabaşı, στις İnönü και την Cumhuriyet Cd. αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ήταν συγκεντρωμένη η ελληνική ομογένεια.
Είχα την ευκαιρία, τα δέκα αυτά χρόνια να επισκεφτώ δεκάδες φορές, όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη αλλά και πολλές άλλες πόλεις της γειτονικής μας χώρας. Τη Ραιδεστό-Tekirdağ, ως στάση τις περισσότερες φορές για γλυκά καθ’οδόν ή στην επιστροφή, τη Σηλυβρία-Silivri και το παραλιακό καφέ του φίλου μας Yusuf με το άγαλμα του Nâzım Hikmet να κοιτάει τη θάλασσα, το τουριστικό θέρετρο της Αλικαρνασσού-Bodrum για ξεκούραση, εως τη μακρινή Αντιόχεια-Antakya όπου παρακολούθησα την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα του συνεργάτη μου αλλά και την καλή μέχρι πρότινος περιρρέουσα οικονομική ατμόσφαιρα.
Στα βιβλιοπωλεία της Πόλης και των αεροδρομίων της προμηθεύτηκα αρκετά βιβλία, ενώ άλλα βρήκα στην Ελλάδα, σχετικά με την σημερινή πραγματικότητα, την ιστορία και τις διαχρονικές καταστάσεις την καθ’ημάς Ανατολή. Διάβασα αρκετά, συνεχίζω και συνεχώς νιώθω πως έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου, για να προσεγγίσω την πληρότητα και την ορθή κατανόηση της ιστορικής Μικράς Ασίας και της σύγχρονης Τουρκίας. Επιπλέον, εντρύφησα στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι διάφορες δραστηριότητες μου, στην τουρκική γλώσσα και κουλτούρα, ώστε να επικοινωνώ αποτελεσματικά με τους φίλους και τους συνεργάτες μου και να αναπτύσσω θετικές σχέσεις.
Είναι πολύ σημαντικό κάποιος να το κάνει αυτό, διότι αν μείνει μόνο σε μια επικοινωνιακή θεώρηση της συνεργασίας και της φιλίας, είναι μοιραίο κάποια στιγμή να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και εντάσεις. Δεν υπονοώ μόνο το ρόλο που παίζει η θρησκεία, δηλαδή το καθημερινό τυπικό του Ισλάμ, αλλά το σύνολο των καθημερινών χειρονομιών, συμπεριφορών και διαλόγων που έχει ο τουρκικός πολιτισμός είτε μαζί είτε ανεξάρτητα από αυτό.
Από την άλλη μεριά έγινα μάρτυρας, του τρόπου με τον οποίο η ρωμέικη κοινότητα κάνει αξιέπαινη προσπάθεια να συντηρήσει και να αναζωογονήσει τα σημεία ύπαρξης και παρουσίας της. Αποτελούν κάθε τόσο, οι διάφορες ειδήσεις, ευχάριστη νότα, μέσα στον ορυμαγδό των αρνητικών νέων που μας κατακλύζουν καθημερινά. Εμπνεόμενος από το παραπάνω, αποφάσισα συνειδητά και όχι μοιρολατρικά, να συμμετέχω στις διάφορες εκδηλώσεις μνήμης και νοσταλγίας των διαφόρων συλλογικοτήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη συγκίνηση κάθε φορά.
Σε αυτό το σημείο θέλω να πω, οτι δεν συμμερίζομαι το διαχρονικό σύνθημα “πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Ο λόγος είναι απλός. Πως αυτά που στο εθνικό συλλογικό υποσυνείδητο εννοούμε πως θα είναι πάλι δικά μας, όχι μόνο έχουν αλλάξει ή πολλά από αυτά δεν υπάρχουν όπως επί παραδείγματι οι προσωπικές περιουσίες, αλλά ακόμα και η γεωμορφολογία είναι διαφορετική. Στην κυριολεξία έχουν μετακινηθεί βουνά και λόφοι και έχουν δημιουργηθεί ολόκληρες γειτονιές στη θέση κάποιων άλλων. Οπότε τι αναζητούμε να επανακτήσουμε; Ίσως θα έπρεπε το σύνθημα να αλλάξει για όσους επιδιώκουν μια σχέση με την καθ’ ημάς Ανατολή, και αυτό και να γίνει “πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι εκεί θα ζήσουμε” και συμπληρώνω “όλοι μαζί”. Ας σκεφτεί κανείς πως το αντίστροφο ισχύει και για τους Τούρκους που ζούσαν μέχρι τις ανταλλαγές του 1913-1914 και του 1922-1923 στον ελλαδικό χώρο.
Μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί πλέον οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος να ενεργήσει στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο των δύο ακτών του Αιγαίου και να συμβάλλει στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του. Με στενοχωρεί και μένα πως μέχρι σήμερα πολλά πράγματα δύσκολα εν τέλει αλλάζουν, καθώς υπάρχουν κατεστημένες νοοτροπίες και από την μια και από την άλλη πλευρά και το επιχειρηματικό ρίσκο της συνεργασίας και της δραστηριοποίησης είναι ακόμα μεγάλο για πολλούς και διάφορους λόγους και όχι μόνο εξ’ αιτίας των πολιτικών διαφορών.
Κλείνω αυτή την ανασκόπηση μου, με την ευχή οι τρέχουσες συνομιλίες να βάλουν τα θεμέλια για μια στενότερη, βαθύτερη και πιο ουσιαστική συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, επιτρέποντας μας ταυτόχρονα να διατήρησουμε τη μνήμη και την ιστορία ζωντανή. Να θυμόμαστε πως τελικά αυτό που μένει και έχει σημασία είναι πως πρέπει να είμαστε ευτυχείς για κάθε μέρα που μας ξημερώνει και έχουμε την υγεία μας, την ειρήνη και την ασφάλεια μεταξύ των κρατών τα οποία υπάρχουν για να υπηρετούν τους λαούς και όχι τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ή τα ξένα ενεργειακά συμφέροντα.