Τώρα που οι διαρροές μετουσιώθηκαν σε κείμενο, φαίνεται πλέον καθαρά ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι προσηλωμένη στον στόχο της: την αλλαγή της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση της απόλυτης ευελιξίας, της μείωσης αποδοχών, της απελευθέρωσης των απολύσεων, της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του περιορισμού στο δικαίωμα της απεργίας.
Τα πρώτα δείγματα γραφής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της Κυβέρνησης ΝΔ είχαν εμφανιστεί από την αρχή της διακυβέρνησής της. Αμέσως μετά τις εκλογές, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, τον Αύγουστο του 2019, κατάργησε τη διάταξη για «βάσιμο λόγο» απόλυσης.
Στη συνέχεια, στο «εμβληματικό» νομοσχέδιο Γεωργιάδη τον Οκτώβριο 2019, διαμόρφωσε το κατάλληλο περιβάλλον που οδηγεί στην υποπροστασία των εργαζόμενων, απαξιώνοντας τις συλλογικές συμβάσεις και ενισχύοντας την εργοδοτική ασυδοσία.
Τώρα, με πολλά «ελκυστικά» περιτυλίγματα (π.χ. αναγκαία μέτρα για την τηλεργασία, μέτρα για την ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής), «ξαναγράφει» το ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο.
Εξισώνει τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας – που σχετίζεται με τις τακτικές (λόγω φύσης της παραγωγικής διαδικασίας) ή τις έκτακτες (λόγω ξαφνικού ή απρόβλεπτου γεγονότος) ανάγκες των επιχειρήσεων – με την ατομική διευθέτηση.
Μάλιστα, επικαλούμενη την κοινοτική οδηγία 2019/1158 για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας γονέων με παιδιά και φροντιστών, η οποία πουθενά δεν κάνει λόγο για κατ’ αποκλειστικότητα ατομικές συμβάσεις εργασίας, η ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας επεκτείνει τις ατομικές συμβάσεις σε όλους τους εργαζόμενους, αορίστου και ορισμένου χρόνου.
Πολιτευόμενη σταθερά εκτός κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας και με κατ’ επίφαση μόνο κοινωνικές «ευαισθησίες», η Κυβέρνηση υπόσχεται άλματα στο μέλλον και προστασία των εργαζομένων, η οποία σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψή της όμως θα προκύψει ύστερα από την διαπραγμάτευση (!) του εργαζόμενου με τον εργοδότη του. Εθισμένη σε επίπλαστους «υπερήρωες», «made in Brussels», φαντασιώνεται τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο των 600 ευρώ ως γιάπι που επιβάλλει στον εργοδότη τη θέλησή του, το δίκαιό του.
Η μετατροπή δε του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε ανεξάρτητη αρχή – αντί να αναβαθμιστεί, να εμπλουτιστεί και να θωρακιστεί – το οδηγεί σε «αχαρτογράφητα» νερά σε μια περίοδο μετά την πανδημία κρίσιμη για την αγορά εργασίας, απεκδυόμενη η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας κάθε πολιτική ευθύνη για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.
Ο Υπουργός Εργασίας, χρησιμοποιεί την μισή αλήθεια για να «δικαιολογήσει» το ψέμα. Ισχυρίζεται ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας προβλέπεται νομοθετικά με νόμους του 2010. Αποκρύπτει όμως ότι σύμφωνα με τους νόμους του 2010 αυτό έπρεπε να γίνει μόνο με συλλογική σύμβαση εργασίας, δηλαδή με τη συμφωνία του συνδικάτου. Τώρα παρακάμπτει τα σωματεία καθώς η ατομική συμφωνία για διευθέτηση του χρόνου εργασίας προβλέπεται όχι μόνο όταν δεν υπάρχει σωματείο αλλά και όταν υπάρχει και διαφωνεί.
Η Νέα Δημοκρατία έρχεται να μας υπενθυμίσει, με τον πιο κυνικό τρόπο, τα «πιστεύω» της, περί κοινωνίας που αποτελείται από μεμονωμένα άτομα. Αποδεικνύει την ιδεολογική της εμμονή, σύμφωνα με την οποία οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εμποδίζουν την ανάπτυξη(!!!). Μια «ανάπτυξη» που, στην πραγματικότητα, προϋποθέτει ασυδοσία των ισχυρών και εκμετάλλευση των αδύναμων. Αξίζει όμως να εξηγήσει, εφόσον πιστεύει ότι τα συνδικάτα και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εμποδίζουν την ανάπτυξη, γιατί στην μεγαλύτερη περίοδο ευημερίας της Αμερικής, υπήρχαν και οι περισσότεροι εργαζόμενοι με συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Δεν αντιλαμβάνεται ούτε την πολιτική που προκρίνει ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν για πλήρη απασχόληση εργαζομένων, σε αντιδιαστολή με την επιλογή για μείωση του μισθολογικού κόστους και άκριτη υιοθέτηση του «Πισσαρίδειου δόγματος»;
Διότι, απ’ όλες τις φαντασιώσεις που έχουν ταλαιπωρήσει τον άνθρωπο – εκείνη, και την οποία τεχνηέντως καλλιεργεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη – η ανόητη ιδέα, ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι ο καθένας μόνος του, είναι η πιο παράλογη και, όπως φαίνεται, η πιο επικίνδυνη.
Συνεπώς, ή θα βρεθούμε μαζί, συναντώντας και τον απέναντι «άλλον», ή θα καταρρεύσουμε ως κοινωνία.