Στις 12 και 13 Μαΐου του 1821 έγινε μία από τις κρισιμότερες μάχες της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, η Μάχη του Βαλτετσίου, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για την καθοριστικής σημασίας κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Όπως αναφέρει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 5ης Νοεμβρίου του 1930, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που είχε αναλάβει πλέον την αρχιστρατηγία των ελληνικών στρατευμάτων, έγραφε στους καπεταναίους όλων των σωμάτων του Μωρηά:
Αδελφοί , κρίνομεν μετά των λοιπών αδελφών αναγκαίαν την θέσιν του Βαλτετσίου, να μη την αφήσωμεν εις την διάκρισιν των εχθρώνμ ως θέσιν οχυράν και πλησίον ούσαν με την Τριπολιτσάν, αλλά διά να φυλαχθή η θέσις διά κάθε άλλην εχθρικήν των Τούρκων έξοδον, να γίνουν ταμπούρια κλειστά και δυνατά και να φυλάττωνται με σταθερότητα από άνδρας γενναίους, οι δε λοιποί να μένωμεν έξωθεν των πλησιεστέρων θέσεων και να προφυλάττωμεν την από την Τριπολιτσάν έξοδον των εχθρών.
Τα κλειστά ταμπούρια
Ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στο σχέδιο των κλειστών ταμπουριών για τον εξής λόγο:
«Φοβότανε από πείρα των περασμένων συμπλοκών, μη σκορπίσουν πάλι τα σώματα. Οι Έλληνες δεν είχαν ούτε ιππικό, ούτε πυροβολικό τότε. Οι Τούρκοι όμως μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Το σχέδιο του ήταν απλό: Ήθελε να δώση μια μάχη, που να γίνη αισθητή στον εχθρό, να τον αδυνατίση και να τον εξουθενώση, πριν τον κλείση στην Τριπολιτσά. Ήθελε να του βάλη το Βαλτέτσι για δόλωμα. Να ταμπουρώση εκεί τους Έλληνες, να μπορέση να τον τραβήξη εκεί, να τον κρατήση, κι αυτός απ’ έξω με γοργόν ελιγμό να του πέση στα πλάγια και της πλάτες»
Ο Κολοκοτρώνης και οι καπεταναίοι κατέστρωσαν ένα απόλυτα συντονισμένο σχέδιο για το ποιες θα ήταν οι κινήσεις και ο χώρος του καθενός ενώ παράλληλα οργανώθηκε ένα άρτιο σύστημα παρακολούθησης των κινήσεων των Τούρκων.
«Τηλεπικοινωνίες»
«Ο Κολοκοτρώνης είχε στείλη από την Πιάνα τους αδερφούς Γιώργη και Παναγιώτη Πουρναραίους και τον Παπααγιώργη Περθεριώτη με τους στρατιώτες τους στα βουνά της Απάνω Χρέπας, να στέκουν εκεί, να επιβλέπουν την Τριπολιτσά, να πολεμάνε όταν βγαίνουν Τούρκοι ανιχνευτές και να τους στέλνουν πίσω.
»Προ πάντων όμως να ειδοποιούν με τον προϊστορικό τηλέγραφο των Ελλήνων, κάθε φορά που θάβγαινε τουρκικός στρατός από το κάστρο και ποια κατεύθυνσι ακριβώς. Αν οι Τούρκοι έβγιαναν να πάνε στο Ναύπλιο έπρεπε οι δικοί μας ν’ ανάβουν μια φωτιά – και την ημέρα φαινότανε ο καπνός – αν έπαιρναν το δρόμο του Λεβιδίου τρεις φωτιές, αν κίναγαν για το Βαλτέτσι τέσσερες κτλ. Οι στρατιώτες κι οι τσοπάνηδες ήταν υποχρεωμένοι να ρίχνουν τόσες ντουφεκιές, όσους καπνούς έβλεπαν. Κι έτσι από ράχη σε ράχη μάθαινε όλος ο Μωρηάς, πότε βγαίνουν Τούρκοι και πού πάνε»
Η μάχη
Στις 12 Μαΐου, πολλαπλάσιες των Ελλήνων, τουρκικές δυνάμεις ξεκίνησαν από την Τριπολιτσά και έφτασαν στο Βαλτέτσι.
«Όταν ο Μαυρομιχάλης είδε το πλήθος των Τούρκων, έδωσε την εντύπωσί του με μια λέξι:
– Χαθήκαμε!
Μα όταν είδε πάλι τ’ άλλα δυό δυνατά [τουρκικά] σώματα, το ένα να πιάνη το δρόμο κατά τους Αραχαμίτες – στης πλάτες των ταμπουριών και το άλλο με τον ίδιο τον κεχαγιάμπεη να φθάνη στην Καδρέβα – όταν μ’ άλλα λόγια κατάλαβε πως τα ταμπούρια είνε κυκλωμένα, είπε πάλι με μια λέξι:
– Νικήσαμε!
Γιατί ένοιωσε ότι, κλεισμένοι από παντού, θα πολέμαγαν σα θηρία οι Έλληνες».
Αυτό ακριβώς έγινε. Οι τουρκικές δυνάμεις χτύπησαν με μανία τους ταμπουρωμένους Έλληνες, οι οποίοι άντεξαν μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις και να χτυπήσουν τους Τούρκους στα νώτα τους.
Οι Τούρκοι είχαν πέσει στην παγίδα που είχαν προσπαθήσει να ρίξουν τους Έλληνες.
«Λαχανιασμένος ο Πλαπούτας φθάνει στο Βαλτέτσι, μετά το μεσημέρι. Ρίχνει μια ματιά στη μάχη από ψηλά. Διαλέγει θέσι. Ρίχνει μπαταριά να τον ακούσουν, μπαταριά ο Κολοκοτρώνης, άλλη από μέσα οι κλεισμένοι. Μπαίνει στο χορό. Πιάνει τα πλάγια του Ρουμπή (σ.σ. Ρουμπής, Τουρκαλβάνος επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων). Ο παλληκαράς της Μπαρδούνιας τώρα χτυπιέται από τρεις μεριές:
«Από μπροστά τον βαρούν τα ταμπούρια, το μανιάτικο με τον Ηλία και τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και το λιονταρίτικο με τον Ηλία Φλέσσα, παλληκάρι γερό, που άφοβα γύριζα από ταμπούρι σε ταμπούρι και μοίραζε φουσέκια. Από της πλάτες, από το βορεινό μέρος, τον χτύπαγε ο Κολοκοτρώνης, κι από τη βορειοανατολική πλευρά ο Πλαπούτας. Λυσσασμένος, που είχε χασομερήση, έπιασε άγρια τον πόλεμο. Τον τσάκιζε αλύπητα, ο τόπος καιγότανε».
Οι Τούρκοι τράπηκαν τελικά σε φυγή την επομένη, το πρωί της 13ης Μαΐου.
«Ο Νικηταράς – αθάνατο τ’ όνομά του- ανεβαίνοντας από το Άργος, με τα ζώα φορτωμένα το μολύβι, του Μεντρεσέ, άμα έφθασε στα Βέρβενα κι άκουσε μάχη στο Βαλτέτσι, δε στάθηκε διόλου. Αυτός, ο Κώστας Μαυρομιχάλης, ο γυιος του Κολοκοτρώνη και τα παλληκάρια τους με νυχτοπορεία γοργή, τράβηξαν αμέσως προς το Βαλτέτσι».
Η εμφάνιση των νεών αυτών ενισχύσεων ήταν το τελειωτικό χτύπημα για το ηθικό των Τούρκων. Δόθηκε η διαταγή για υποχώρηση η οποία όμως πραγματοποιήθηκε υπό άγρια καταδίωξη των Τούρκων από τους Έλληνες.
Ο οπλαρχηγός Μητροπέτροβας
Ήταν μια σπουδαία και περήφανη νίκη που ταυτόχρονα έθετε τις βάσεις για μια ακόμα κομβικότερης σημασίας στρατηγική κίνηση την πολιορκία και την κατάληψη της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες.
Μια από τις ηρωικότερες μορφές της μάχης αυτής, ο θρυλικός Μητροπέτροβας (Μήτρος Πέτροβας) που αν και σε ηλικία 76 ετών τότε, πρωτοστάτησε στην αντίσταση των ταμπουρωμένων Ελλήνων ως επικεφαλής πολεμιστών από την Ανδρούσα και το Λεοντάρι.
πηγή: www.in.gr