Το δικηγορικό επάγγελμα (λειτούργημα για τους… τύπους) είναι αναμφισβήτητα ένα από τα επαγγέλματα που προσδίδουν κύρος, εκτίμηση και σεβασμό, ενώ η ύλη της εργασίας σε συνδυασμό με τη μεγάλη δυσκολία και πολυπλοκότητα των νομικών υπηρεσιών καθιστούν το επάγγελμα ένα από τα πιο κερδοφόρα. Τουλάχιστον αυτή η αντίληψη επικρατεί στην κοινή γνώμη.
Η πραγματικότητα όμως την σημερινή εποχή απέχει από την παραπάνω αντίληψη, ειδικά για τους νέους επαγγελματίες. Πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση στο επάγγελμα και ποιες οι ευκαιρίες για να αναδειχθεί κάποιος; Αρχικά, πώς δύναται κάποιος να εισέλθει στο επάγγελμα της δικηγορίας;
Με την αποφοίτηση από τη Νομική Σχολή ο επιτυχών, εάν επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του Δικηγόρου, καλείται να μαθητεύσει για 18 μήνες σε ένα δικηγορικό γραφείο ή σε μια δικηγορική εταιρία. Το καθεστώς της 18μηνης άσκησης θεωρείται μια περίοδο μαθητείας. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει νομοθετημένος ούτε κατώτατος μισθός ούτε ωράριο. Οι ασκούμενοι δεν θεωρούνται εργαζόμενοι, αλλά μαθητές. Έτσι λοιπόν, με απλά λόγια, οι νέοι συνάδελφοι- ασκούμενοι καλούνται να εργάζονται ακόμα και για 12 ώρες τη μέρα, με μηνιαίες απολαβές που στην πλειοψηφία και την καλύτερη των περιπτώσεων ανέρχονται στα 150 ή τα 200 ευρώ στη Θεσσαλονίκη. Στην επαρχία δεν νοείται η έννοια αμοιβής σε ασκούμενο. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι παρόλο που η άσκηση θεωρείται μια περίοδος εκμάθησης και οι ασκούμενοι δικηγόροι δεν θεωρούνται εργαζόμενοι (εξ΄ ου και η απουσία νομοθετικής κάλυψης), παρ’ όλα αυτά έχει νομοθετηθεί η υποχρέωση τους να καταβάλουν εισφορές μηνιαίως στα ασφαλιστικά ταμεία. Με μηδενικά, λοιπόν, έσοδα καλούνται να πληρώνουν και εισφορές. Μετά το πέρας των φοιτητικών χρόνων, λοιπόν, και για τους επόμενους 18 μήνες οι ασκούμενοι δικηγόροι λαμβάνουν για την ουσιαστική παροχή εργασίας τους αμοιβές κατά πολύ κατώτερες από τον κατώτατο μισθό ενός ανειδίκευτου εργάτη.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, όταν παρέλθει το 18μηνο άσκησης οι ασκούμενοι καλούνται να δώσουν εξετάσεις, για να λάβουν την «πολυπόθητη» άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Οι εξετάσεις αυτές σύμφωνα πάντα με τον Κώδικα Δικηγόρων πραγματοποιούνται δύο φορές τον χρόνο, Απρίλιο και Οκτώβριο. Η αρμοδιότητα οργάνωσης και διεξαγωγής ανήκε μέχρι πρόσφατα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ πλέον υπεύθυνη είναι η Ολομέλεια των Προέδρων των
Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Παρ’ όλα αυτά η προχειρότητα και η απαξία που προσδίδεται από τους αρμόδιους φορείς στις εξετάσεις έχει ως αποτέλεσμα αυτός ο διαγωνισμός μονίμως να καθυστερεί. Χαρακτηριστικά, αυτήν την στιγμή συνάδελφοι έχουν συμπληρώσει 26 μήνες άσκησης (!) δίχως να έχουν συμμετάσχει σε εξετάσεις. Προβλήματα όπως η καθυστέρηση διόρθωσης των γραπτών των εξεταζόμενων, η αργοπορία έκδοσης ΦΕΚ Διορισμού κάθε δικηγόρου (όπως προειπώθηκε ο δικηγόρος θεωρείται δημόσιος λειτουργός) είναι μερικοί από τους λόγους της καθυστέρησης αυτής.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως πολλοί συνάδελφοι, μπορεί να εγκλωβιστούν στο καθεστώς αυτό ακόμα και για δύο ή δυόμιση χρόνια. Αποκορύφωμα αποτελεί η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο χρόνο και με δικαιλογία τις έκτακτες συνθήκες που όλοι βιώνουμε. Η τελευταία εξέταση πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2020 ενώ σήμερα τον Απρίλιο του 2021 δεν έχει πραγματοποιηθεί άλλη εξέταση. Οι αναβολές είναι συνεχόμενες ενώ η ενημέρωση των συναδέλφων για τις συνθήκες και τον προγραμματισμό είναι από ελλιπέστατη έως και ανύπαρκτη. Επιπλέον, οι αρμόδιοι δικηγορικοί σύλλογοι δηλώνουν ανήμποροι να διοργανώσουν τις εξετάσεις ηλεκτρονικά επικαλούμενοι το μεγάλο τους κόστος (;).
Ένας νέος συνάδελφος λοιπόν, ολοκληρώνει τις σπουδές σε μία από τις, κατά γενική ομολογία, πιο δύσκολες Πανεπιστημιακές Σχολές της χώρας και ασκείται για 2 και πλέον χρόνια, λαμβάνοντας, κατά μέσο όρο, 150 ευρώ το μήνα, καταβάλλοντας και ασφαλιστικές εισφορές, και καλείται μετά από σύνολο κατ’ ελάχιστο 6 χρόνια (φοίτηση και άσκηση), κατά τη διάρκεια των οποίων συντηρείται αναγκαστικά από τα οικεία του πρόσωπα, να βγει σε μία αγορά εργασίας με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό και σε συνθήκες μιας οικονομίας σε βαθιά κρίση. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις η πλειοψηφία των συναδέλφων, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν ένα δικό τους ξεκίνημα καθώς καταλαβαίνουμε όλοι το κόστος που αυτό συνεπιφέρει, συνεχίζουν να εργάζονται ως μισθωτοί- συνεργάτες σε ένα γραφείο με 10ωρα κατ’ ελάχιστο ωράρια και απολαβές που κατά μέσο όρο ανέρχονται στα 600-700 ευρώ ή στην περίπτωση των Αθηνών, να απασχολούνται σε δικηγορικές- εισπρακτικές εταιρείες, χωρίς προοπτική ανέλιξης, σε έναν ακόμα εργασιακό μεσαίωνα.
Όλα τα παραπάνω μοιάζουν ζοφερά. Ίσως και να απομακρύνουν κάποιον από την άσκηση και την ενεργή δικηγορία. Στην πράξη όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και το βάρος πέφτει και σε εμάς, τη νέα γενιά, ώστε να την αλλάξουμε. Συλλογικά, μέσα από τις Ενώσεις Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων και
με την ενεργή συμμετοχή όλων στα «κοινά» των δικηγορικών συλλόγων, μπορούμε και θα καταφέρουμε να την βελτιώσουμε.
Ειρηναίος Σαρρής, Ασκούμενος Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος Επιτροπής Ασκουμένων της Ε.Α.Ν.Δι.Θ
Παύλος Σαλονικίδης, Ασκούμενος Δικηγόρος, Μεταπτυχιακός Φοιτητής, Γραμματέας Ε.Α.Ν.Δι.Θ