Ξάφνιασε η δημόσια αντιπαράθεση των υπουργών Ελλάδας και Τουρκίας την Πέμπτη 15/4/21 στην Άγκυρα. Άρεσε βέβαια στην κοινή γνώμη της χώρας μας, όπως και της Τουρκίας, για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών αιφνιδίασε τον Τούρκο ομόλογό του, όταν κατονόμασε την παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τις ελληνικές θέσεις.
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, απάντησε λέγοντας ότι: Άλλο ήταν το κλίμα της συνάντησης των δύο, όπου συζήτησαν σε καλό πνεύμα για θέματα που συμφωνούν και για θέματα που διαφωνούν, και ανταπάντησε, διατυπώνοντας τις Τουρκικές θέσεις. Φαντάζομαι, ότι τις ίδιες θέσεις διατύπωσαν και οι δυο πλευρές και στις κλειστές συναντήσεις, αυτές που χαρακτήρισαν και οι δυο καλές.
Στην συνέχεια και οι δυο πλευρές θεώρησαν περίπου λήξαν το επεισόδιο, για διαφορετικούς φυσικά και πάλι λόγους.
Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις ποτέ δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως και είναι λογικό σε ένα βαθμό, τόσο λόγω της ιστορίας, όσο και λόγω των ανταγωνιστικών σχέσεων που ανέπτυξαν οι δύο χώρες, παρ΄ ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκαν και οι δυο στο δυτικό στρατόπεδο.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μετά την εισβολή και την κατοχή του 40% περίπου του Κυπριακού εδάφους από την Τουρκία, έγιναν πολλές προσπάθειες προσέγγισης των δύο χωρών, οι περισσότερες όμως μετά από κάποια ένταση μεταξύ τους, και με την διαμεσολάβηση κυρίως των ΗΠΑ.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε το 1999, στην Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, όπου η Ελλάδα κέρδισε την ένταξη της Κύπρου, εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των ισχυρών εταίρων της, που ήθελαν την μεγάλη διεύρυνση Ανατολικά. Εκμεταλλευόμενη και την επιθυμία της Τουρκίας να πάρει ημερομηνία έναρξης του ενταξιακού διαλόγου για την ένταξη στην ΕΕ, πέτυχε να την δεσμεύσει μέχρι το 2004 να έχει συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και των διαφορών της με την Ελλάδα. Η δέσμευση αυτή ακυρώθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, τον Δεκέμβρη του 2004, στις Βρυξέλλες, επειδή ένιωσε μεγάλο το βάρος της διαπραγμάτευσης απέναντι στην Τουρκία.
Η δεύτερη φορά ήταν το 2010, όταν ο Ερντογάν ήταν ακόμη στην φιλοευρωπαϊκή στρατηγική του. Τον Γενάρη του 2011, στο Ερζερούμ της Τουρκίας, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, προσκεκλημένος του Τούρκου Πρωθυπουργού, παρουσίασε με αναλυτικό τρόπο τις ελληνικές θέσεις σε ακροατήριο Τούρκων διπλωματών, που είναι συμβατές στο διεθνές δίκαιο, έναντι των θέσεων της Τουρκίας που κινούνται έξω από αυτό και ενάντιά του. Ο Ερντογάν αιφνιδιάστηκε, ενοχλήθηκε ιδιαίτερα, όπως και ο τουρκικός τύπος, όμως ο διάλογος δεν σταμάτησε, και οι δύο χώρες βρέθηκαν κοντά σε μια συμφωνία για το πλαίσιο επίλυσης των προβλημάτων. Η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Η τρίτη φορά φάνηκε, ότι, μπορούσε να ήταν το Φθινόπωρο του 2017, όταν λίγες ημέρες μετά την συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών πήγε στην Τουρκία και προσκάλεσε τον Πρόεδρο της Τουρκίας στην Αθήνα, εκ μέρους του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η επίσκεψη έγινε στις 8/12/17, ο Ερντογάν, αιφνιδίασε με την ανάπτυξη της αναθεωρητικής στρατηγικής του στην συνάντηση με τον Πρόεδρο, για να του απαντήσει σε έντονο ύφος ο Πρωθυπουργός της χώρας μας, στην κοινή συνέντευξή τους. Ήταν λίγους μήνες μετά τον τορπιλισμό από την Άγκυρα των συνομιλιών για το Κυπριακό στο Γκράν Μοντανά της Ελβετίας. Λίγες ημέρες μετά η Τουρκία, έχοντας κλείσει το μέτωπο στην Βόρεια Συρία, άρχισε την έντονη παραβατικότητα στην κατοχυρωμένη Κυπριακή ΑΟΖ, και λίγο αργότερα, στην δυνητική ΑΟΖ της χώρας μας, με κορύφωση την υπογραφή του Τουρκολιβυκού μνημονίου οριοθέτησης της ΑΟΖ των δυο χωρών, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
Η τέταρτη ξεκίνησε την προηγούμενη Πέμπτη, με την έκτακτη συνάντηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών με τον Πρόεδρο της Τουρκίας και τον Τούρκο ομόλογό του. Δύο συναντήσεις που χαρακτηρίστηκαν θερμές από την Τουρκική πλευρά, καλές και ειλικρινείς από την Ελληνική. Φαίνεται όμως ότι η επίσκεψη δεν θα ολοκληρώνονταν στο ίδιο κλίμα, αφού και οι δυο πλευρές είχαν δεύτερες σκέψεις.
Τα συμπεράσματά εύλογα και δυσάρεστα: 1. Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν στραμμένη την ρητορική τους στα εθνικά τους ακροατήρια, αφού και οι δυο έχουν δύσκολα προβλήματα μπροστά τους, η δική μας και εσωκομματικά, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή.
2. Είμαστε μακριά από την έναρξη θετικού και παραγωγικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως εξαιτίας της Τουρκίας, η οποία την τελευταία δεκαετία δηλώνει με κάθε τρόπο ότι δεν αποδέχεται την συνθήκη της Λοζάνης ούτε το status quo του Ψυχρού Πολέμου. Έχει ισχυροποιηθεί σε πολλούς τομείς, αξιοποίησε την αναδίπλωση των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, και έχει ενισχυθεί γεωστρατηγικά, στην ευρύτερη περιοχή, εκπροσωπώντας μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις άτυπα την Δύση, στην σύγκρουσή της με την Ρωσία, κάτι που φάνηκε και στην πρόσφατη κρίση στα Ρωσοουκρανικά σύνορα. Αξιοποιεί και την δυναμική οικονομική διείσδυση της Κίνας ως ενδιάμεση χώρα στο «δρόμο του μεταξιού», με την ΕΕ.
3. Ο Ερντογάν κερδίζει χρόνο, περιμένοντας την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο και την θετική ατζέντα που θέλει πολύ, μετά είναι βέβαιο ότι θα εντείνει την επιθετικότητα απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα, και είναι αβέβαιο εάν η ΕΕ και οι ΗΠΑ, πέραν του ότι φραστικά θα εγκαλούν την Τουρκία, αν θα κάνουν κάτι περισσότερο από το να ζητούν διάλογο μεταξύ των δύο χωρών. Θυμίζω τις δηλώσεις κύκλων της Κομισιόν και του εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, μετά την δημόσια αντιπαράθεση Δένδια-Τσαβούσογλου. Οι πρώτοι είπαν: Δεν κοιτάμε τι λέγεται μπροστά στις κάμερες, αλλά τι συζητιέται στις κλειστές συναντήσεις. Και ο δεύτερος: Χαιρετίζουμε τον διάλογο των δύο χωρών για την αποκλιμάκωση της έντασης.
4.Τέλος σημειώνω, ότι, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών πρότεινε και πάλι διάσκεψη των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, όπως προχθές και ο Πρωθυπουργός της Λιβύης. Θυμίζω ότι την ίδια πρόταση έχει υιοθετήσει και η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, δηλαδή την ψήφισε η Κύπρος και η Ελλάδα, και έχει αναλάβει ο Μπορέλ να την οργανώσει, όμως ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, δεν απάντησε, γιατί;
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει ηρεμία στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, όμως με τακτικές κινήσεις δεν καλύπτεις την έλλειψη στρατηγικής, για την αντιμετώπιση του επιθετικού αναθεωρητισμού του Ερντογάν, που θα εντείνεται όσο θα πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, πολύ περισσότερο με «στιγμιαίες συγκρούσεις on camera», όπως η προχθεσινή.