Ορμητικό είναι το κύμα καταγγελιών με το οποίο η ελληνική πραγματικότητα ήρθε σε επαφή το τελευταίο διάστημα, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί ενεή τις καταιγιστικές εξελίξεις. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη μαρτυρία αλληλεγγύης προς τις γυναίκες-θύματα της έμφυλης βίας στον εργασιακό ιδίως χώρο, της Tarana Burke, με την οποία εισήχθη εν πρώτοις ο όρος MeToo, και τρία χρόνια από το πρωτοφανές σκάνδαλο για τα πολλαπλά σεξουαλικά αδικήματα του χολυγουντιανού μεγαλοπαραγωγού Harvey Winstein, το κοινωνικό κίνημα κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, έχει διαπεράσει πλήθος χωρών, φτάνοντας πλέον-και επιτέλους- και στη χώρα μας.
Άμεσες και έμμεσες μαρτυρίες βγαίνουν όλο και συχνότερα στο φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτοντας παραβατικές συμπεριφορές και ποινικά αξιόποινες πράξεις υψηλής ηθικής και κοινωνικής απαξίας που προσβάλλουν καταλυτικά, με κάθε τρόπο και μέσο, μια σειρά από εκφάνσεις της προσωπικότητας των θυμάτων, καταρρακώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Με ρυθμούς καλπάζοντες, ο χώρος του αθλητισμού ως αφετηρία του ελληνικού MeToo, παρέδωσε δυναμικά τη σκυτάλη των καταγγελιών σε εκείνον του θεάματος, όπου οι μέχρι προ ολίγου ψίθυροι των παρασκηνίων έλαβαν και εξακολουθούν να λαμβάνουν, τη μορφή «εκκωφαντικών» καταθέσεων σχετικών με περιστατικά που περιλαμβάνουν ένα φάσμα καταδικαστέων πράξεων εκτεινόμενου από την άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας, μέχρι εκβιασμούς και κατ’ εξακολούθηση τέλεση σεξουαλικών παρενοχλήσεων, σε ορισμένες δε άλλοτε περιπτώσεις, ειδεχθών γενετήσιων εγκλημάτων.
Στο ως άνω πλαίσιο, το MeToo καταφέρνει να αναδειχθεί ως υπαρκτό, μείζονος σπουδαιότητας και συλλογικής σημασίας ζήτημα, οι ρίζες του οποίου δύνανται να αναζητηθούν στην πατριαρχική δομή της ελληνικής κοινωνίας: μιας κοινωνίας που συχνά αμφισβητούσε τα κίνητρα των θυμάτων, κυρίως γυναικών, υπονόμευε το κύρος και την αξιοπιστία τους, τα στοχοποιούσε, τα στιγμάτιζε, τα περιθωριοποιούσε, τολμώντας-όχι σπανίως- να τα θεωρεί συνυπεύθυνα. Μιας κοινωνίας που τεχνηέντως υπέκρυπτε τα κακώς κείμενα τα οποία διέτρεχαν ,πέρα από τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας βασιζόμενου σε σχέση εξουσίασης- με το εργασιακό, εκπαιδευτικό αλλά και οικογενειακό περιβάλλον να κατέχουν εδώ προέχουσα θέση-με ένα σημαντικό μέρος των εμπλεκομένων να αποσιωπά γεγονότα και να υποθάλπει καταδικαστέες συμπεριφορές, έχοντας ως άμεσο απότοκο την υποδαύληση ενός φαύλου κύκλου εκμετάλλευσης. Μιας κοινωνίας του «γιατί τώρα;», του «τώρα το θυμήθηκε;». Μιας θεσμικά ανεπαρκούς και ηθικά εξαχρειωμένης κοινωνίας, όπου ο αυταρχισμός, ο σεξισμός, οι χυδαιότητες κάθε είδους οδηγούσαν σε βίαιες πρακτικές ανεκτές-έως σήμερα- από τον κοινωνικό περίγυρο, ο οποίος εκουσίως ή «εξαναγκαστικά» λόγω του φόβου για πιθανό στιγματισμό, απώλειας θέσεων εργασίας και ευκαιριών επαγγελματικής και όχι μόνο ανέλιξης ή πράξεων αντεκδίκησης εκ μέρους των θυτών, παρέμενε άπρακτος, αδρανής συνεπικουρώντας στην εδραίωση και διαιώνιση αυτής της παθογένειας.
Τα εν λόγω γεγονότα αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, έναν «διαξιφισμό γενεών», όπως εύστοχα χαρακτηρίσθηκε, στον οποίο η παλαιότερη γενιά πλάι σε αξίες και αρχές αναπαράγει αντιλήψεις και συμπεριφορές, μη αποδεκτές από τα διαρκώς μεταβαλλόμενα κοινωνικά δεδομένα που σήμερα, όσο ποτέ, δεν προκρίνουν τη βία, αλλά αμοιβαίο σεβασμό, κατανόηση, υποστήριξη, συμπαράσταση. Γιατί τώρα ευδοκίμησαν οι συνθήκες ώστε τα θύματα να αποκτήσουν το αναγκαίο ψυχικό σθένος, τη δύναμη και να σπάσουν τη σιωπή τους, να καταγγείλουν, να «εκτεθούν» δημόσια ,σε κάποιες περιπτώσεις σε γνωστούς και αγνώστους. Να μπορέσουν πλέον με ωριμότητα, ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και παρρησία να αποταθούν στη δικαιοσύνη, καταθέτοντας τα προσωπικά τους βιώματα, η μη μαρτυρία των οποίων σε συνδυασμό με τη μη καταδίκη των ενόχων τους κατέπνιγε τόσα χρόνια. Γιατί τώρα αισθάνθηκαν ψυχικά ιδίως θωρακισμένα, έτοιμα να έρθουν αντιμέτωπα με πρόσωπα που εγκατεστημένα στο απυρόβλητο, πίσω από τίτλους και βιτρίνες κάθε λογής, προσέβαλλαν συστηματικά και αναίσχυντα την αξιοπρέπειά τους.
Η σημερινή συγκυρία θα μπορούσε να αποτελέσει ορόσημο δύο εποχών: εκείνης που κλείνει και ενός μέλλοντος που οφείλουμε να διαμορφώσουμε.
Ο αγώνας για τη σταδιακή εξάλειψη των κακώς κειμένων φαίνεται-και είναι πράγματι- διαρκής, χρήζοντας συλλογικής προσέγγισης, τόσο σε θεσμικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Αναδύεται, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο αυτό η όλο και επιτακτικότερη ανάγκη εισαγωγής της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με πρωτεύοντα στόχο την έγκαιρη πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των παιδιών, καθώς και τη γαλούχησή τους με αξίες ικανές να σπάσουν τα έμφυλα στερεότυπα. Και βέβαια δεν αρκεί η απλή ενημέρωση των πολιτών για κακοποιητικές συμπεριφορές με αφορμή πολύκροτες ή μη υποθέσεις (η προσέγγιση κάποιων εκ των οποίων ως ένα βαθμό αγγίζει τα όρια του στυγνού κιτρινισμού και της σκανδαλοθηρίας), αλλά η παροχή απαραίτητων πληροφοριών για κάθε είδους τρόπο αντιμετώπισης βίαιων περιστατικών. Τηλεφωνική γραμμή στήριξης, νέες δομές για συμβουλευτικά κέντρα με εξειδικευμένο προσωπικό διαρθρωμένο από ψυχολόγους, νομικούς, κοινωνικούς λειτουργούς, καθώς και ξενώνες φιλοξενίας θα μπορούσαν να συνδράμουν καθοριστικά στο εν λόγω εγχείρημα. Το ίδιο και θεσμικές πρωτοβουλίες, ιδίως στον εργασιακό χώρο σχετικών με τη σύνταξη κωδίκων δεοντολογίας, όπου αυτοί εκλείπουν, την εκπόνηση επιμορφωτικών προγραμμάτων αναφορικά με τη διαδικασία καταγγελίας προσβλητικών περιστατικών, την ακολουθούμενη πειθαρχική ή και δικαστική διαδικασία, συμβάλλοντας στη θεμελίωση ευέλικτων και αποτελεσματικών μηχανισμών όχι μόνο καταστολής αλλά πλέον και πρόληψης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο χώρο. Στο προσκήνιο βρίσκεται, τέλος, το ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής εγκλημάτων κυρίως κατά της γενετήσιας ελευθερίας, δεδομένου του δύσκολα προσδιορίσιμου χρονικού διαστήματος που λογίζεται ως απαραίτητο προκειμένου το θύμα να διαχειριστεί και εν συνεχεία να καταγγείλει αυτό το οποίο υπέστη.
Συνοψίζοντας, ο ορυμαγδός των πρόσφατων δημόσιων καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης θέτει στο επίκεντρο της προσοχής μια επί σειρά ετών αποσιωπούμενη παθογένεια της ελληνικής πραγματικότητας, καταδεικνύοντας την ένταση και τη μαζικότητα του φαινομένου, συνάμα και την αδήριτη ανάγκη συλλογικής αφύπνισης και κινητοποίησης για την καταπολέμησή του. Ας μην λησμονούμε πως ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία αντιδρά ως σύνολο σε παντός είδους υποτιμητικά και προσβλητικά της ανθρώπινης υπόστασης γεγονότα καθίσταται σοβαρή ένδειξη της ωριμότητας, του επιπέδου, του πολιτισμού της, καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς της, όπως εκείνη καθρεπτίζεται στον εσωτερικό και όπως στη συνέχεια αντανακλάται στον εξωτερικό αυτής κόσμο. Η δική μας κοινωνία απαιτεί από τα θύματα να καταγγέλλουν και δη εγκαίρως τα βιώματά τους, απαιτεί να συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους, απαιτεί να μοιράζονται τις εμπειρίες τους για να ενθαρρύνουν άλλους παθόντες. Εμείς με τη σειρά μας, τι είναι καιρός να απαιτήσουμε από την κοινωνία προκειμένου να διαφύγουμε από την αρένα της ηθικής διάβρωσης, των εκδηλώσεων της οποίας κατά τύχη ακόμα δεν έχουμε πέσει οι ίδιες και ίδιοι θύματα;