Ο Ζαν Πωλ Φιτουσί, ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Γαλλικής Κεϋνσιανής σχολής στο πρόσφατο βιβλίο του «Τι μας κρύβουν οι λέξεις» μιλά για την νεογλώσσα πού καθιερώνει ένα είδος μονόδρομης σκέψης για την Οικονομία και την Κοινωνία. Θυμίζει τι έλεγε ο Γκέμπελς στο παρελθόν: “Δεν θέλουμε να πείσουμε τους ανθρώπους για τις ιδέες μας αλλά θέλουμε να περιορίσουμε το λεξιλόγιο με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί να μην μπορούν να εκφράζουν παρά μόνο τις ιδέες μας”. Δυστυχώς αυτή η ακραία προσέγγιση υπενθυμίζει το πρόβλημα της δικής μας εποχής. Ακούμε για “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” πού σηματοδοτούν τον περιορισμό της κοινωνικής προστασίας. Ακούμε για “ποσοτική χαλάρωση” αντί για την αμφισβήτηση της λιτότητας. Ο όρος “πλήρης απασχόληση” έχει εκτοπιστεί γιατί και μόνο η εκφώνηση του θεωρείται ανορθολογική. Στη νεογλώσσα το μόνο πού μπορεί να διαθέτει σημασία είναι το χρέος. Όλες οι άλλες εκδοχές οικονομικών προτεραιοτήτων είναι εκτός ατζέντας. Η νεογλώσσα μιλά για ανταγωνιστικότητα αλλά εμείς καταλαβαίνουμε επισφάλεια.
Κάτι τέτοιο ισχύει σήμερα με την περίφημη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» και τα συμπαρομαρτούντα στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα εργασιακά. Στο νομοσχέδιο αυτό υπάρχουν αρκετές μοντέρνες ιδέες (γονικές άδειες, ψηφιακή κάρτα, σεξουαλική παρενόχληση) αλλά στον κρίσιμο πυρήνα υπάρχει η γνωστή γραμμή. Η μεροληψία υπέρ της εργοδοσίας, υπέρ των ισχυρών. Όλα όσα συγκροτούν δηλαδή το νεοφιλελεύθερο αφήγημα της ευελιξίας. Αυτής που καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις, που απαξιώνει τον συνδικαλισμό, που ακυρώνει τις άμυνες του αδύναμου εργαζομένου. Το 8ωρο γίνεται λάστιχο και διευκολύνονται οι απολύσεις. Τα δυο μεγάλα πλεονεκτήματα για τα αφεντικά. Οι λέξεις είναι απλές. Δεν θέλουν άλλη νοηματοδότηση. Και η εμπειρία είναι σαφής. Σε κάθε μεγάλη κρίση της ιστορίας- με τις όποιες οικονομικές συνέπειες- το «μάρμαρο» το πληρώνει ο κόσμος της εργασίας. Όπως τώρα μετά την Πανδημία. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και οι εξαιρέσεις υπήρξαν μόνο στις περιπτώσεις των σοβαρών κοινωνικών συμβιβασμών όταν τις είχε επιβάλει η ισχύς της σοσιαλδημοκρατίας.
Η εικόνα στην χώρα μας είναι δεδομένη. 600.000 εργαζόμενοι ζούσαν για μήνες με 534 ευρώ. 350.000 μακροχρόνια άνεργοι έμειναν χωρίς καμία στήριξη. Το εργατικό εισόδημα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ υπέστη σημαντικές μειώσεις που αφορούν 6 στους 10 εργαζόμενους. Μειώσεις που για μεγάλο ποσοστό ήταν πάνω από 30%. Απέναντι σε αυτές τις αρνητικές καταστάσεις υπάρχει η προοδευτική γραμμή με κεντρική ιδέα την αλλαγή του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος. Και είναι πολύ αισιόδοξο το γεγονός ότι από το κέντρο του καπιταλισμού-τις ΗΠΑ- έχει ξεκινήσει με πρωτοβουλία του προέδρου Μπάιντεν και των Δημοκρατικών η αμφισβήτηση της κυρίαρχης αντίληψης «Όλα για τις αγορές».
Στα εργασιακά η προοδευτική θέση δεν αρνείται την ανάγκη ανταπόκρισης στις αλλαγές. Με μία πολιτική όμως που προωθεί την αναπροσαρμογή ώστε να οδηγεί τους εργαζόμενους να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες δουλεύοντας με ασφάλεια, αξιοπρέπεια, σε ένα ρυθμισμένο πλαίσιο εργασίας. Με επίκεντρο την στρατηγική της Πλήρους Απασχόλησης που συνδέει κάθε δράση και επένδυση με τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας. Με ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής εποχής το οποίο παρέχει κίνητρα, αλλά θέτει και υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις για την επανακατάρτιση των εργαζομένων στα νέα δεδομένα και την πρόσβαση όλων στην γνώση. Σήμερα αντίθετα έχουμε το καθεστώς «μισός μισθός -μισή δουλειά».
Η εισαγωγή των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών για να αποκτήσει περιεχόμενο θα είχε ως προϋπόθεση ένα ανάλογο μοντέλο ανάπτυξης, με μεγαλύτερες και πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και διαφορετική κουλτούρα εταιρικής διακυβέρνησης, με περισσότερους μισθωτούς και ισχυρότερα συνδικάτα. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα στην χώρα μας. Η νεογλώσσα σήμερα για να επανέλθουμε στον Φιτουσί μπορεί να αναφέρεται σε διακηρύξεις περί εκσυγχρονισμού της εργασίας. Επιτρέψτε μου στην απλή γλώσσα να το ονομάζω συνθήκες «γαλέρας» για τους αδυνάμους μισθωτούς. Που θυμίζει προηγούμενους αιώνες.