Οι μορφές και οι επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης, οι τρόποι πρόληψης, ανίχνευσης και αντιμετώπισης αναλύθηκαν από πληθώρα ειδικευμένων επιστημόνων στην ημερίδα που διοργάνωσε η αντιπεριφέρεια Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
Η Μελίνα Δεμερτζοπούλου, αντιπεριφερειάρχης Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στον χαιρετισμό της επισήμανε ότι η Περιφέρεια έχει στόχο να καλλιεργήσει και να δώσει ώθηση στο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των φορέων που ασχολούνται με θέματα που αφορούν το παιδί και την παιδική κακοποίηση.
«Είναι ένα ζήτημα που μας προκαλεί προβληματισμό και ανησυχία καθώς αυξάνονται τα περιστατικά βίας, λεκτικής, συναισθηματικής, σεξουαλικής, με δραματικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού», σημείωσε η ίδια λέγοντας ότι μέσα από τη συνεργασία των φορέων μπορεί να υπάρξει μια ολιστική αντιμετώπιση του φαινόμενου και να γίνει μια προσπάθεια να περιοριστούν τα περιστατικά.
Η Ανθή Βασιλακοπούλου, κοινωνική λειτουργός, Msc, εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, αναπτύσσοντας το θέμα «Κακοποίηση και παραμέληση παιδιών – Τύποι, μορφές και ενδείξεις» τόνισε ότι η βία είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο καθώς προσδιορίζεται από το σύστημα αξίων που επικρατεί και το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται σε κάθε τόπο για αυτό και υπάρχει δυσκολία στο να δοθεί ένας κοινός ορισμός.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κακοποίηση ή κακομεταχείριση του παιδιού περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή συναισθηματικής ή παραμελημένης θεραπευτικής αντιμετώπισης ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη ή εν δυνάμει βλάβη που αφορά τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού.
Σύμφωνα με την κ. Βασιλακοπούλου, ως σωματική κακοποίηση ορίζεται η σκόπιμη χρήση σωματικής βίας σε βάρος ενός παιδιού η οποία προκαλεί ή έχει μεγάλη πιθανότητα να προκαλέσει βλάβη στην υγεία του παιδιού, την επιβίωσή του, την ανάπτυξη ή την αξιοπρέπειά του.
Κατά την κ. Βασιλακοπούλου, πιθανοί τύποι σωματικής βίας, εκτός από το χτύπημα στο σώμα, είναι η τιμωρία, ο εξαναγκασμός, ο περιορισμός και ό,τι προκαλεί δυσφορία στο παιδί.
Ενδείξεις σωματικής βίας είναι τα ανεξήγητα γδαρσίματα, οι μελανιές, οι μώλωπες σε θέσεις όπου είναι δύσκολο να αποτυπωθούν, όπως για παράδειγμα πίσω από τα αφτιά ή τη βουβωνική χώρα, εγκαύματα και κυρίως καψίματα από τσιγάρα, δηλητηριάσεις και αφρόντιστα τραύματα.
Όπως είπε, οι ενδείξεις παραμέλησης γίνονται ορατές από την πλημμελή υγιεινή του σώματος, από αφρόντιστα τραύματα, από την κακή διατροφή, την ανεπαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά.
Ως σεξουαλική κακοποίηση, κατά την κ. Βασιλακοπούλου, θεωρείται η συμμετοχή ή έκθεση παιδιών και εφήβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο από ενήλικα που συνήθως έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και που ως στόχο έχουν την σεξουαλική διέγερση του ενήλικα με τις μορφές να είναι από την έκθεση του παιδιού σε πορνογραφικό υλικό μέχρι έκθεση σε σεξουαλικές δραστηριότητες, έκθεση σε πορνεία κ.ά.
Η δρ. Ηλέκτρα Κουτσούκου, δικηγόρος, εκπρόσωπος του Σωματείου ΕΛΙΖΑ (Σωματείο Ενάντια στην Κακοποίηση Παιδιού), αναφέρθηκε στη νομοθεσία που υπάρχει για την προστασία του παιδιού από την κακοποίηση σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο.
Η κ. Κουτσούκου περιέγραψε τη σημασία μιας αναφοράς, λέγοντας ότι πρόκειται ουσιαστικά για την κοινοποίηση στις αρχές μιας ανησυχίας ή υποψίας ότι ένα παιδί κακοποιείται η παραμελείται.
Επισήμανε δε ότι δεν χρειάζεται βεβαιότητα για να γίνει κάποια αναφορά στις αρμόδιες αρχές, σημειώνοντας ότι το άτομο που κάνει την αναφορά δεν είναι υπεύθυνο να διερευνήσει το περιστατικό ούτε να ελέγξει αν ισχύουν οι υποψίες του.
«Η αναφορά δεν είναι εκ των προτέρων καταγγελία προς κάποιο άτομο, αλλά προληπτική ενέργεια για επιβεβαίωση πληροφοριών και περαιτέρω αξιολόγηση. Όλες οι αναφορές απαιτούν εισαγγελική παρέμβαση προτού ξεκινήσει η διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης», υπογράμμισε η ίδια.
Η Αλεξάνδρα Σολδάτου, καθηγήτρια παιδιατρικής στη β’ Παιδιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ, σημείωσε πως τα περιστατικά που έρχονται στο φως της δημοσιότητας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Υπογράμμισε ότι για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο πρέπει να γίνεται συστηματική ανίχνευση με τα κατάλληλα κλινικά εργαλεία και όλοι να ακολουθούν μια ενιαία τεκμηριωμένη προσέγγιση και περιέγραψε τους τρόπους και τις διαδικασίες που γίνεται η κλινική εξέταση στις Μονάδες Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών που υπάρχουν στα νοσοκομεία Παίδων, όπως στο «Αγλαΐα και Παναγιώτη Κυριακού» και στο «Αττικόν» στην Αθήνα, στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης.
Η κ. Σολδάτου έδωσε κάποια παραδείγματα παιδιών που υπέστησαν κακοποίηση με τους γονείς να υποστηρίζουν ότι τα παιδιά είχαν κάποιο ατύχημα ή έχουν χτυπήσει. Τόνισε δε ότι με τα κατάλληλα πρωτόκολλα και εξετάσεις μπορεί να ανιχνευθεί αν το παιδί υπέστη κακοποίηση. Σημείωσε πως τα κατάγματα στα παιδιά χτυπούν συναγερμό καθώς 1 στα 4 έχει προκληθεί από κακοποίηση.
Η Μαρία Ψαρράκου, ψυχολόγος και Msc Εγκληματολογίας, υπογράμμισε ότι είναι πολύ σημαντική η υποστήριξη των παιδιών που έχουν υποστεί κακοποίηση αλλά και των οικογενειών τους.
Σύμφωνα με την κ. Ψαρράκου, η πρώιμη ανίχνευση είναι ύψιστης σημασίας για να την πρόληψη ενός περιστατικού κακοποίησης, περιγράφοντας παράλληλα η ίδια τα στάδια αντιμετώπισης των κρουσμάτων.
Αναφερόμενη στις πιθανές σωματικές συνέπειες, είπε ότι μπορεί να είναι από ένα αφανές τραύμα και επιπόλαιος τραυματισμός, όπως μελανιές και κοψίματα μέχρι μέτριας βαρύτητας τραυματισμούς και πολύ σοβαρούς που μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο.
Τόνισε ότι οι επιπτώσεις είναι νοητικές, σωματικές, νευρολογικές και νοητικές, με τα παιδιά να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, συναισθηματικές διαταραχές και τάσεις αυτοκτονίας, αλλά και λεκτική και φυσική επιθετικότητα.
Μιλώντας για τις μορφές σεξουαλικής κακοποίησης, η ίδια είπε ότι είναι τόσο η φυσική, όπως ο βιασμός, αλλά και οι έμμεσες, όπως η ανταλλαγή πορνογραφικού υλικού και η έκθεση ανηλίκου στην πορνεία με τις επιπτώσεις να είναι ποικίλες, όπως απομόνωση, έντονη επιθετικότητα, διαταραχές στον ύπνο και στην όρεξη, καθώς και έντονες κυκλοθυμικές τάσεις.
Η Ελένη Φουντωτού, ψυχολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, μίλησε για την ψηφιακή παιδική κακοποίηση και τη διαχείριση των περιστατικών, δίνοντας μάλιστα συγκεκριμένα παραδείγματα.
Αναφέρθηκε στην κλήση μιας μητέρας που ζητούσε συμβουλές για την 14χρονη κόρη της η οποία είχε επαφή με μεγαλύτερους άνδρες και εμπλοκή σε κύκλωμα αλλοδαπών, καθώς για μια 12χρονη που ο πατέρας της είχε παρατηρήσει αλλαγή στη συμπεριφορά της αλλά και μια άλλη περίπτωση μητέρας που εντόπισε στον υπολογιστή του πρώην συζύγου της, αναζητήσεις σε ιστοσελίδες κτηνοβασίας και παιδικής πορνογραφίας με πατέρες και παιδιά.
Περιέγραψε τις ενέργειες που πρέπει να κάνει ένα θύμα ψηφιακής κακοποίησης, όπως για παράδειγμα συλλογή αποδείξεων κακοποίησης (αποθήκευση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, printscreen) και φυσικά να απευθυνθεί άμεσα στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Ο υπαστυνόμος Β’ της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, Λάζαρος Γρηγοριάδης, στην τοποθέτησή του είπε πως η ημερίδα είναι πολύ σημαντική για να αντιληφθούν όλοι το πόσο σπουδαία είναι η προστασία της παιδικής ηλικίας και ειδικά από ανθρώπους οι οποίοι δουλεύουν με παιδιά, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί και οι φροντιστές.
Δίνοντας κάποιες κατευθυντήριες οδηγίες για την αντιμετώπιση των περιστατικών, ο κ. Γρηγοριάδης τόνισε πως πρέπει να κυριαρχεί η ψυχραιμία, η εμπιστοσύνη προς το παιδί και η καλή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων.
Πηγή: Voria.gr