Είκοσι ημέρες σχεδόν, κράτησε η συζήτηση για την Παιδεία στην δημόσια σφαίρα.
Και όμως, ελάχιστα είδαμε να αφορούν τις πραγματικές προκλήσεις του αύριο, της Ελλάδας του 2030. Και δυστυχώς, αυτό ήταν επιλογή. Επιλογή της συντηρητικής κυβέρνησης, με τις αποσπασματικές αλλαγές, που στοχεύουν στην επικοινωνιακή εκμετάλλευση και όχι την ουσία.
Η ΝΔ νομοθετεί δεύτερη φορά μέσα σε ενάμισι χρόνο για την ασφάλεια στα πανεπιστήμια. Αυτό από μόνο του δείχνει την αποτυχία της. Δεύτερον, θεσπίζει έναν υπουργικό αλγόριθμο που θα επιλέγει τους εισακτέους του κάθε ιδρύματος, αντί να κάνει πράξη το εθνικό απολυτήριο, να αποσυνδέσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση από την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και να δώσει σε εκείνα αυτή την αρμοδιότητα. Τρίτον, αρνείται να ασχοληθεί με την πραγματική αναβάθμιση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, ενισχύοντας την έρευνα, διαμορφώνοντας ένα νέο πλαίσιο σύνδεσης σπουδών με την ανάπτυξη, την παραγωγή και την αγορά εργασίας, αξιολόγησης των μελών ΔΕΠ, των δομών και υποδομών, αξιοκρατικής εκλογής των ακαδημαϊκών δασκάλων με διαφανείς διαδικασίες. Γιατί; Μα γιατί δεν ενδιαφέρεται για την Δημόσια Παιδεία. Δεν αντιλαμβάνεται την εκπαιδευτική διαδικασία ως μέσο άμβλυνσης των ανισοτήτων και μετατρέπει τις σπουδές σε προνόμιο λίγων. Τα Δημόσια Πανεπιστήμια οδηγούνται σε βίαιο μαρασμό.
Αυτό είναι ο ορισμός της συντήρησης. Ο περιορισμός των ευκαιριών. Όποιος έχει χρήματα, μπορεί να σπουδάσει. όποιος δεν έχει, πρόβλημα του. Αυτή η αντίληψη δεν έχει καμία σχέση με την Κεντροαριστερά, με το Κέντρο, με τη Σοσιαλδημοκρατία. Θυμίζω ότι οι δυο μεγάλες μεταρρυθμίσεις του 20ου αιώνα, με Πρωθυπουργούς τον Ελευθέριο Βενιζέλο και του Γεώργιο Παπανδρέου είχαν στον πυρήνα τους την ανοιχτή πρόσβαση κάθε Έλληνα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ίδρυση σχολείων, πρόσβαση στην εκπαίδευση, δωρεάν σπουδές, κοινωνική κινητικότητα, πρόοδος.
Αυτή ακριβώς ήταν, είναι και θα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση. Από τη μια η δημιουργία ευκαιριών για όλους και η στήριξη των μη προνομιούχων, με δημόσιες πολιτικές στην παιδεία και την υγεία. Και από την άλλη, η αποδοχή ότι «οι ανισότητες είναι φυσικό φαινόμενο».
Από τη μια η δημιουργία θεσμών που εμβαθύνουν την Δημοκρατία και κάνουν τους πολίτες συμμέτοχους και από την άλλη προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ, της ροής της πληροφορίας, καταστολής, άρνησης αποδοχής των λαθών, ειρωνείες για παράδοση των κλειδιών, από οποίους έχουν παράπονα από την κυβέρνηση.
Από τη μια εργασία με προοπτική και εξέλιξη, στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αγροτών και ελεύθερων επαγγελματιών , από την άλλη παραβίαση του ΑΣΕΠ με συνεντεύξεις, απελευθέρωση πλειστηριασμών, πτωχευτικό κώδικα στα μέτρα κερδοσκόπων.
Σε αυτή την σύγκρουση, η οποία θα γίνει ακόμα πιο εμφανής, μετά το τέλος της πανδημίας, το Κίνημα Αλλαγής θα μπει με δυο άξονες. Την ιστορική παρακαταθήκη του ΠΑΣΟΚ και της προοδευτικής παράταξης στην Αλλαγή της ζωής των Ελλήνων. Και την αξιακή, ιδεολογική, πολιτική τοποθέτηση δίπλα στους πολίτες που αγωνίζονται σήμερα να επιβιώσουν Και, που έχουν όραμα να βελτιώσουν τη ζωή τους, χωρίς να πρέπει να θυσιάσουν την αξιοπρέπεια τους.
Με θεσμικές παρεμβάσεις, ουσιαστικές προτάσεις, αποτελεσματικές λύσεις που έρχονται μέσα από την κοινωνία και εξυπηρετούν τα συμφέροντα της.